Το είδος αυτό κατάγεται από την περιοχή που εκτείνεται από την Ευρώπη μέχρι τη Σιβηρία και στη χώρα μας απαντάται ως αυτοφυές, σε θαμνότοπους ή χαμηλά δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά του Ιονίου. Χρησιμοποιείται πολλές φορές για τη δημιουργία φυσικών φρακτών, λόγω της ακανθώδους διάταξής του (Φωτογραφία 1).
Η Τσαπουρνιά σχηματίζει φυτό ύψους 0,5-2 μέτρων, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ενίοτε ως θάμνος ή δένδρο, με μικρά επιμήκη αντωειδή ή λογχοειδή φύλλα, που έχουν λεπτή οδοντωτή περίμετρο. Ανθίζει την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου και τα άνθη της είναι εύοσμα, λευκά και μικρά και φύονται συνήθως ως μονήρη και σπανίως σε ομάδες των 2-3 (Φωτογραφία 1).
Φωτογραφία 1. Ακανθώδης διάταξη βλαστών και άνθη Τσαπουρνιάς.
Ο καρπός της είναι δρύπη, σφαιρικός, πολύ μικρού μεγέθους, χρώματος μωβ - κυανομελανού (όπως και του καλλιεργούμενου δαμάσκηνου) και ομοιάζει κάπως με μύρτιλλο από μακριά (Φωτογραφία 2). Ωριμάζει τον Οκτώβριο και μπορεί να μείνει ανηρτημένος στον κλάδο μέχρι τον Δεκέμβριο, ενώ η γεύση του είναι ξινή και στυφή για να καταναλωθεί με ευχαρίστηση.
Φωτογραφία 2. Καρποί Τσαπουρνιάς.
Η Τσαπουρνιά δεν έχει καλλιεργητική αξία όπως προαναφέρθηκε, εκτός και αν ελεγχθεί και επιβεβαιωθεί η εμπορική δυναμική προϊόντων με βάση τους καρπούς της, όπως χυμοί, λικέρ, κρασί (βρίσκει εκτίμηση στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης), μαρμελάδες, κ.ά. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική υπό μορφή ζελέ ή σιροπιού και μάλιστα ο πολτός από τσάπουρνα θεωρείται ιδανικός για το δέσιμο και αρωματισμό σαλτσών κρεάτων κυνηγιού.
Τομείς που μπορεί σίγουρα να αξιοποιηθεί η Τσαπουρνιά είναι η φαρμακευτική και η βοτανοθεραπευτική. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν τα φύλλα Τσαπουρνιάς υπό μορφή τσαγιού, με στυπτικές, τονωτικές, καθαρτικές, διουρητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Οι καρποί περιέχουν κουμαρίνες, φλαβονοειδή, γλυκοσίδες, ταννίνες, μηλικό οξύ, πηκτίνες, ρητίνες, αιθέρια έλαια, βιταμίνη C και άλλες ευεργετικές ουσίες για την υγεία. Τέλος, ο χυμός από τσάπουρνα θεωρείται καθαρτικός και τονωτικός, κατάλληλος και για δίαιτες.