Πρόκειται για είδος που κατάγεται από την Ευρώπη και την Ασία και μπορεί να βρεθεί αυτοφυές στα εύκρατα μέρη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Καλλιεργείται συστηματικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Ρωσία, Πολωνία, Αγγλία, Ελβετία, Γερμανία, Γαλλία, κ.ά.) ενώ στη χώρα μας ευδοκιμεί καλύτερα σε δροσερές περιοχές ημιορεινών και ορεινών περιοχών. Υπάρχουν πολλά είδη Φραγκοστάφυλου αλλά οικονομική σημασία για συστηματική καλλιέργεια παρουσιάζει το μαύρο ή μελανό Φραγκοστάφυλο (Ribes nigrum) και το κόκκινο ή ερυθρό Φραγκοστάφυλο (Ribes rubrum) (Φωτογραφία 1).
Φωτογραφία 1. Καρποί μαύρου ή μελανού Φραγκοστάφυλου (Ribes nigrum) και κόκκινου ή ερυθρού Φραγκοστάφυλου (Ribes rubrum), ανηρτημένοι επί των κλάδων.
Σχηματίζει πολυετείς θάμνους ύψους έως 1,5 μέτρου, με κλάδους που ξεκινούν και από το έδαφος, και ριζικό σύστημα με πολυάριθμες διακλαδώσεις, που μπορεί να φτάσουν σε βάθος 40 εκατοστών στο έδαφος.
Αντέχει σε μεγάλη ποικιλία εδαφών αν και προτιμά τα μέσης σύστασης, βαθιά και υγρά αλλά καλά στραγγιζόμενα. Είναι ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα αλλά παθαίνει ζημιές στους ανοιξιάτικους παγετούς. Έχει ανάγκες σε αρδεύσεις, ιδιαίτερα σε συνθήκες παρατεταμένης ξηρασίας. Θα πρέπει να φυτεύονται και επικονιάστριες ποικιλίες ή γενότυποι (σε ποσοστό 20%) που να συνανθίζουν, λόγω του ότι το είδος είναι αυτόστειρο και χρειάζεται σταυρεπικονίαση, αν και τελευταία έχουν δημιουργηθεί και αυτογόνιμες ποικιλίες.
Τα φύλλα είναι μεγάλα, παλαμοειδή, με 3 έως 5 οδοντωτούς λοβούς. Τα άνθη του είναι κωδωνοειδή, φύονται σε κρεμαστούς βότρυς και ανθίζει το διάστημα Απριλίου – Μαΐου.
Ο καρπός είναι ράγα, σφαιρικός, μαύρου χρώματος για το Ribes nigrum και κόκκινου χρώματος για το Ribes rubrum, πολύσπερμος, αναπτύσσεται σε βλάστηση προηγούμενου έτους (σε τσαμπιά) και ωριμάζει περίπου στις αρχές του καλοκαιριού, ανάλογα με την ποικιλία (Φωτογραφίες 1 και 2). Η συγκομιδή του καρπού γίνεται με μηχανικά μέσα στις χώρες όπου καλλιεργείται εντατικά.
Φωτογραφία 2. Καρποί μαύρου ή μελανού Φραγκοστάφυλου.
Το Φραγκοστάφυλο καλλιεργείται κυρίως για την αυτούσια εκμετάλλευση του καρπού και την χρήση αυτού ως πρόσθετο σε άλλα προϊόντα. Ο καρπός περιέχει μεγάλες ποσότητες βιταμίνης C, μηλικό, τρυγικό και κιτρικό οξύ, φλαβονοειδή, τανίνες, ανθοκυάνες, πηκτίνες, λινολενικά οξέα (ω3 και ω6), καθώς και άλλες φαρμακευτικές ουσίες, γι’ αυτό καταναλώνεται είτε νωπός (αν και η γεύση του είναι στυφή και ξινή), είτε κατεψυγμένος, είτε αποξηραμένος. Χρησιμοποιείται όμως και σε πολλά μεταποιημένα προϊόντα όπως μαρμελάδες, χυμούς, γιαούρτια, γλυκά, λικέρ, παγωτά, κ.ά. Θεωρείται ότι διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστημα, έχει μικροβιοκτόνο δράση και ευνοϊκή επίδραση κατά των ιώσεων. Χρησιμοποιείται επίσης και από τη φαρμακοβιομηχανία ως φυσικό πρόσθετο μεγάλης φαρμακευτικής αξίας, αποξηραμένο ή υπό μορφή σκόνης, μόνο του ή και σε συνδυασμό με άλλα φαρμακευτικά φυτά.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα φύλλα του Φραγκοστάφυλου, σαν αφέψημα υπό τη μορφή τσαγιού, καθώς έχουν ευχάριστη γεύση, περιέχουν βιταμίνη C, τανίνες και αιθέρια έλαια, με ευνοϊκή επίδραση στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, στους ρευματικούς πόνους, στην αρθρίτιδα και στις αλλεργίες (ευνοούν την έκκριση κορτιζόνης από τα επινεφρίδια), κ.ά.
Το Φραγκοστάφυλο σήμερα έχει περιορισμένη αλλά πολύ υποσχόμενη καλλιεργητική αξία για τη χώρα μας, μιας και η ζήτηση τέτοιου είδους προϊόντων (νωπών ή μεταποιημένων), με υψηλή διατροφική και φαρμακευτική αξία, αυξάνεται γεωμετρικώς στις διεθνείς και εγχώριες αγορές.
Κάθε προσπάθεια καλλιέργειας Φραγκοστάφυλου όμως θα πρέπει να επακολουθεί των διεργασιών διασφάλισης των τρόπων απορρόφησης της παραγωγής.