Το παθογόνο Xanthomonas campestris pv. juglandis (συν. Xanthomonas arboricola pv. juglandis) είναι ένα ραβδόμορφο, αρνητικό κατά Gram βακτήριο που διαχειμάζει κυρίως στους κοιμώμενους οφθαλμούς του δέντρου αλλά και σε σχισμές ή πληγές του κορμού και των κλάδων.
Την άνοιξη πολλαπλασιάζεται και προκαλεί νέες μολύνσεις στα τρυφερά όργανα. Η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης είναι 28oC (αν και μπορεί να αναπτυχθεί έστω και με αργό ρυθμό σε θερμοκρασίες λίγο πάνω από τους 0οC), ενώ σταματά να αναπτύσσεται σε θερμοκρασία 37οC. Η μεταφορά του μολύσματος γίνεται κυρίως με τη βροχή, αλλά μπορεί να γίνει και με τα έντομα. Οι άφθονες βροχοπτώσεις την άνοιξη είναι καθοριστικός παράγοντας για την επέκταση της ασθένειας.
Η ανάπτυξη της ασθένειας ευνοείται επίσης από υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία και τη χρησιμοποίηση συστήματος ποτίσματος που αυξάνει την υγρασία στην κόμη του δέντρου.
Αποτελεί μία από τις σοβαρότερες ασθένειες της καρυδιάς. Την άνοιξη στα θηλυκά άνθη, το βακτήριο εισέρχεται στο στίγμα η βάση του οποίου μαυρίζει και τελικά ολόκληρο το άνθος παίρνει ένα καστανόμαυρο χρώμα και πέφτει. Οι καρποί προσβάλλονται όταν είναι μικροί σε μέγεθος (διάμετρος 10-12mm). Η προσβολή εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρής κηλίδας, η οποία βαθμιαία αυξάνει σε μέγεθος, αποκτά μελανό χρωματισμό και έχει ακανόνιστο σχήμα, ενώ με υγρό καιρό εκρέει βακτηριακό έκκριμα. Στις πρώιμες προσβολές εσωτερικά ο καρπός (ψίχα) μαυρίζει πλήρως. Στους νεαρούς βλαστούς εμφανίζονται μικρά έλκη και στα φύλλα μικρές, καστανές κηλίδες.
Για την αντιμετώπισή του συνιστάται συλλογή και καταστροφή προσβεβλημένων καρπών και βλαστών, κατάλληλο κλάδεμα, ισορροπημένη άρδευση και λίπανση καθώς και χρήση ανθεκτικών/ανεκτικών ποικιλίων. Συνιστώνται επίσης προληπτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα στην έναρξη της βλάστησης, στο ξεδίπλωμα των 3-4 πρώτων φύλλων, όταν το στίγμα γίνει υποδεκτικό στη γύρη στο 20-30% των άνθεων (μειωμένη δοσολογία στο στάδιο αυτο) και επανάληψη μετά από 3-4 μέρες στην πλήρη ανθοφορία και τέλος μετά την καρπόδεση και άλλοι δύο ψεκασμοί ανά 20ήμερο.