Κατά τη φετινή περίοδο, η σεπτορίωση απασχόλησε τις σιτοκαλλιέργειες της Π.Ε. Λάρισας σε σημαντικό βαθμό. Οι χημικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν διατήρησαν την υγιεινή κατάσταση των φυτών σε πολύ καλή κατάσταση και πλησιάζοντας προς τον αλωνισμό των σιτηρών φαίνεται ότι η παραγωγή θα κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα.
Επίσης, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση, σε σιτοκαλλιέργειες με κοινό χαρακτηριστικό τη μονοκαλλιέργεια παρατηρήθηκε η μυκητολογική ασθένεια της ριζοκτονίασης (Rhizoctonia sp.) η συμπτωματολογία της οποίας είναι:
1) οι κηλίδες με ιώδη χρωματισμό στο λαιμό των φυτών,
2) το φαινόμενο του νανισμού των φυτών,
3) τα λευκά στάχια και
4) η νέκρωση των ριζών.
Τα μέτρα αντιμετώπισης των παραπάνω ασθενειών είναι:
1) Έγκαιρη ενσωμάτωση των υπολειμμάτων της καλλιέργειας με βαθιά άρoση του εδάφους (όργωμα με υνιοφόρο αλέτρι αναστροφής εδάφους) ή δέσιμο των υπολειμμάτων σε «μπάλες» οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να προωθηθούν ως ζωοτροφή σε κτηνοτρόφους.
2) Αμειψισπορά (η ριζοκτονίαση απαιτεί 4ετή αμειψισπορά).
3) Καλλιέργεια κατάλληλων ποικιλιών ανθεκτικών στη σεπτορίωση και τη ριζοκτονίαση.
4) Χρήση υγιούς πιστοποιημένου σπόρου, επενδεδυμένου με μυκητοκτόνο, και όχι σπορά με σπόρους ιδίας παραγωγής.
5) Διαχείριση του χρόνου σποράς (συνήθως όψιμη σπορά) ανάλογα με την ποικιλία και τις κλιματικές συνθήκες της κάθε περιοχής, προκειμένου να αποφευχθεί η σύμπτωση των ευαίσθη- των σταδίων της καλλιέργειας με ευνοϊκές θερμοκρασίες ανάπτυξης της σεπτορίωσης.
6) Αποφυγή πυκνής σποράς, προκειμένου να «αερίζεται» καλύτερα η καλλιέργεια.
7) Ισορροπημένη λίπανση της καλλιέργειας, ύστερα από ανάλυση εδάφους. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η καύση των υπολειμμάτων αποτελεί κακή γεωργική πρακτική που παρουσιάζει πολλές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (καταστροφή οργανικής ουσίας και μείωση γονιμότητας του εδάφους) και συνιστά παράβαση η οποία επιφέρει αυστηρά πρόστιμα (παρακράτηση ενισχύσεων).
Επισημαίνεται ότι η αύξηση του κόστους καλλιέργειας εξαιτίας των παραπάνω πρακτικών, είναι αμελητέα σε σχέση με το συνολικό όφελος που θα υπάρξει από τη μείωση του αριθμού των ψεκασμών με μυκητοκτόνα κατά την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, προστατεύοντας ταυτόχρονα τόσο το περιβάλλον, όσο και την υγεία των παραγωγών και των περιοίκων.