1. Ο επιβλαβής οργανισμός
Το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. Actinidiae
2. H προκαλούμενη ασθένεια
Ονομασία: Βακτηριακό έλκος της ακτινιδιάς (Βacterial canker of kiwifruit)
3. Φυτά που προσβάλλονται
Το βακτήριο προσβάλλει φυτά του γένους Actinidia, και κυρίως τα είδη A. Deliciosa και A. Chinensis, στα οποία ανήκουν οι περισσότερες καλλιεργούμενες πρασινόσαρκες και κιτρινόσαρκες ποικιλίες ακτινιδιάς, αντίστοιχα.
4. Περιγραφή των κυριότερων συμπτωμάτων
Κατά τη διάρκεια του Χειμώνα τα προσβεβλημένα φυτά ακτινιδιάς εμφανίζουν στην επιφάνεια του κορμού, καθώς και των κύριων και δευτερευόντων κλάδων μεκρά σταγονίδια γαλακτόχρωμου υγρού βακτηριακής εξίδρωσης.
Η εξίδρωση αυτή δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή και η επισήμανση της απαιτεί προσεκτική παρατήρηση.
Προοδευτικά, η εξίδρωση αυξάνεται ποσοτικά, γίνεται πιο πυκνόρευστη και αποκτά κοκκινωπό χρώμα σκουριάς προκαλώντας μεταχρωματισμό του φλοιού στα σημεία από όπου εξέρχεται.
Τα παραπάνω συμπτώματα είναι πιο εμφανή αργά το Χειμώνα και στις αρχές της Άνοιξης όταν ξεκινά η νέα βλάστηση.
Σταγονίδια βακτηριακής εξίδρωσης καστανωπού – κόκκινου χρώματος εμφανίζονται επίσης στους οφθαλμούς, στα σημεία διακλάδωσης βραχιόνων, στις διχάλες των κύριων κλάδων, στις ουλές από την πτώση φύλλων και στις τομές κλαδέματος. Ο φλοιός στα σημεία αυτά έχει κοκκινωπό χρώμα σκουριάς και φαίνεται σαν βρεγμένος. Με την απομάκρυνση του φλοιού, το στρώμα των ιστών που βρίσκεται από κάτω εμφανίζει καστανό μεταχρωματισμό. Ο προσβεβλημένος φλοιός εμφανίζει βαθιές ρυτιδώσεις και τελικά νεκρώνεται. Συχνά στους προσβεβλημένους κλάδους σχηματίζονται σχισμές πλάτους 1-2 mm, στην περιφέρεια των οποίων αναπτύσσεται επουλωτικός ιστός.
Σε σοβαρά προσβεβλημένους κύριους κλάδους, οι οφθαλμοί δεν αναπτύσσονται ή αν εκπτυχθούν, οι νεαροί βλαστοί σύντομα παρουσιάζουν μάρανση και ξηραίνονται. Μερικές φορές παρατηρείται ανάπτυξη πολλών ζωηρών βλαστών (λαίμαργων) προερχόμενων από οφθαλμούς που βρίσκονται σε υγιή τμήματα του κορμού κοντά στη βάση (λαιμό) του φυτού.
Την Άνοιξη και συνήθως από την άνθηση και μετά, τα φύλλα παρουσιάζουν νεκρωτικές κηλίδες. Αρχικά, στα εκπτυσσόμενα φύλλα εμφανίζονται μικρές, υδατώδεις κηλίδες μεταξύ των νεύρων, οι οποίες σταδιακά αποκτούν χρώμα ανοικτό έως σκούρο καστανό, έχουν σχήμα γωνιώδες και διάμετρο 2-3mm και συχνά περιβάλλονται από κίτρινη ζώνη (άλω) πλάτους 3-5mm.
Καθώς προχωρεί η ανάπτυξη των φύλλων, η ζώνη αυτή γίνεται στενότερη και δεν ξεχωρίζει εύκολα.
Όταν επικρατούν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας και δροσερός καιρός, οι κηλίδες διατηρούν την υδατώδη εμφάνιση, επεκτείνονται, συνενώνονται σε μεγαλύτερες χωρίς την παρουσία ζώνης, και τελικά ολόκληρο το φύλλο ξηραίνεται και καρουλιάζει. Στην κάτω επιφάνεια του φύλλου, η περιοχή των κηλίδων καλύπτεται με παχύρρευστη γαλακτόχρωμη βακτηριακή εξίδρωση η οποία στεγνώνει και φαίνεται σαν λέπια.
Κατά τη βλαστική περίοδο, ο αριθμός των νεκρωτικών κηλίδων ανά φύλλο μπορεί να αυξάνεται. Σε θερμοκρασίες πάνω από 20οC η εξέλιξη των συμπτωμάτων είναι αργή.
Τα νεαρά φυτά και η νέα βλάστηση είναι περισσότερο ευαίσθητα στο βακτήριο.
Σε πιο προχωρημένη εποχή, τα φυτά παρουσιάζουν μάρανση που ξεκινά από την κορυφή των βλαστών και επεκτείνεται προς τη βάση τους. Τα φύλλα παρουσιάζουν κύρτωση και μαραίνονται.
Την Άνοιξη μπορεί να προσβληθούν και ζωηροί βλαστοί. Στις περιπτώσεις αυτές, τα μολυσμένα τμήματα των βλαστών έχουν σκούρο πράσινο χρώμα με υαδτώδη εμφάνιση και συχνά εμφανίζουν επιμήκεις σχσμές μήκους 1-3mm.
Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας, από τις σχισμές αλλά και από φακίδια σε γειτονικά τμήματα των βλαστών που φαίνονται υγιή, εξέρχεται βακτηριακή εφίδρωση. Τα μολυσμένα τμήματα επεκτείνονται και ολόκληροι βλαστοί εμφανίζουν μάρανση και τελικά νέκρωση.
Αν οι βλαστοί προσβληθούν αργά κατά τη βλαστική περίοδο, τα μολυσμένα τμήματα περιβάλλονται από επουλωτικό ιστό και εξελίσσονται σε τυπικά έλκη, όπως συμβαινει και στον κορμό. Συμπτώματα εμφανίζονται και στα άνθη. Όσα ανοίξουν, μπορεί να φέρουν πέταλα με πλήρως ανεπτυγμένα. Νεκρωτικές κηλίδες σχηματίζονται και στα σέπαλα.
Στη βιβλιογραφία δεν έχουν αναφερθεί συμπτώματα προσβολής των καρπών.
Επίσης, το βακτήριο βρέθηκε σε βλαστούς με νέκρωση κορυφής κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Σημειώνεται ότι τα παραπάνω συμπτώματα, ιδίως στο φλοιό και τα άνθη, μοιάζουν με εκείνα που προκαλούνται από άλλα φυτοπαθογόνα βακτήρια ή επίδραση ψύχους.
5. Τρόπος μετάδοσης
Το βακτήριο μπορεί να επιβιώσει πάνω στην επιιφάνεια των φυτών χωρίς να προκαλεί μακροσκοπικά συμπτώματα. Από τις επιφάνειες αυτές ή από σημεία πάνω σε προσβεβλημένα φυτά όπου έχει σχηματιστεί βακτηριακή εξίδρωση μπορεί να μεταφερθεί σε άλλα υγιή φυτά.
Η μεταφορά μπορεί να γίνει με:
► Τον αέρα
► Τη βροχή
► Διάφορα ζώα (έντομα, πτηνά)
► Τον άνθρωπό
► Τα καλλιεργητικά εργαλεία (π.χ. κλαδέματος)
► Σε μεγάλες αποστάσεις το βακτήριο μεταφέρεται κυρίως με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό.
6. Κατάλληλη περίοδος μακροσκοπικών ελέγχων
Συμπτώματα της ασθένειας του βακτηριακού έλκους μπορεί να παρατηρηθούν στα φυτά ακτινιδιάς όλο το χρόνο. Συστήνεται η διενέργεια τουλάχιστον δυο μακροσκοπικών ελέγχων κατά τη διάρκεια του έτους:
Ένας πρώτος μακροσκοπικός έλεγχος την Άνοιξη, κυρίως μετά την άνθηση, για τον εντοπισμο τυχόν υπόπτων αρχικών συμπτωμάτων προσβολης από το βακτήριο
Ένας δεύτερος μακροσκοπικός έλεγχος το Φθινόπωρο, πριν την πτώση των φύλλων, για τον εντοπισμό τυχόν υπόπτων συμπτωμάτων προσβολής από το βακτήριο.
7. Γνωστοποίηση στη Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία
Κάθε παραγωγός πρέπει:
Να γνωστοποιεί στην αρμόδια Φυτοϋγειονμική Υπηρεσία της περιοχής του, οποιαδήποτε ασυνήθιστη εμφάνιση συμπτωμάτων ή παρουσία επιβλαβών οργανισμών ή κάθε ανωμαλία που παρουσιάζουν τα φυτά του.