Το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής τροφίμων έχει πλέον χωριστεί στα δύο. Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι καταναλωτές που επιθυμούν να επιστρέψουν στις παλιές παραδοσιακές ποικιλίες, στα βιολογικά προϊόντα και στις τοπικές αγορές, οι οποίες έχουν το πλεονέκτημα της καθαρότητας και της ανώτερης γεύσης και από την άλλη, υπάρχουν οι καταναλωτές που ακολουθούν τη ροή των πραγμάτων η οποία καθιστά τη γενετική μηχανική παρούσα για τη δημιουργία φυτών με καλυτέρα χαρακτηριστικά, όπως αντοχή σε ασθένειες, μεγαλύτερες παραγωγές κ.α.
Η γενετική μηχανική, σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις της Πράσινης Επανάστασης, όπως η εισαγωγή χημικών λιπασμάτων και η μηχανοποίηση, αναγγέλθηκαν σε μια νέα εποχή γεωργικής παραγωγικότητας.
Ο «πατέρας της πράσινης επανάστασης» και βραβευμένος με Νόμπελ Νόρμπαρ Μπορλαουγκ πίστευε ότι εξοικονομούσε ένα δισεκατομμύριο ζωές στις αναπτυσσόμενες χώρες με τη νέα έρευνα για τις νέες ποικιλίες καλλιεργειών και τις πρακτικές διαχείρισης των αγροκτημάτων. Ωστόσο, οι πρόσφατες επικεφαλίδες έχουν γεμίσει με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες της βιομηχανικής γεωργίας: θαλάσσιες νεκρές ζώνες, αέρια θερμοκηπίου, ρύπανση του εδάφους και των υδάτων, μείωση του αριθμού των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων και πολλά άλλα.
Καθώς λοιπόν οι περιβαλλοντικές εξελίξεις είναι ραγδαίες και ζητήματα επισιτιστικής ασφάλειας προκύπτουν, το ερώτημα στο οποίο πρέπει να δώσουμε απάντηση, είναι το εξής:
Αποτελεί η γενετική μηχανική και γενικότερα η βιομηχανική γεωργία τη λύση στο σημερινό και μελλοντικό πρόβλημα της παγκόσμιάς σίτισης ή θα μπορούσε η μικρής κλίμακας εφαρμοζόμενη γεωργία καθώς και οι παραδοσιακές ποικιλίες να μας οδηγήσουν σε ένα βιώσιμο μέλλον;
Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε και να εμβαθύνουμε στην τεχνολογία, όσον αφορά προοπτικές αλλά και κινδύνους καθώς και στις πιθανές λύσεις.
Υπάρχουν όρια για τη γενετική μηχανική;
Όταν βασιζόμαστε σε μια στενή γενετική βάση για την αντιμετώπιση των βιοτικών και αβιοτικών πιέσεων, είτε από διαγονιδιακές πηγές είτε από τεχνητή επιλογή, πιθανότατα συνεπάγεται μεγαλύτερη μεταβλητότητα της φυτικής παραγωγής, ανεξάρτητα από το εάν αυτό συνδέεται ή δεν συνδέεται με μια μακροπρόθεσμη τάση σε περιβαλλοντικές συνθήκες.
Τι εννοούμε;
Όταν σπέρνονται μεγάλες εκτάσεις με φυτικά είδη με πολύ στενή γενετική βάση, το σύστημα εκτίθεται σε μια μεγάλη ευπάθεια που, σε περίπτωση οποιασδήποτε βιοτικής ή αβιοτικής αλλαγής, μπορεί να προκαλέσει μεγάλες απώλειες γενετικού υλικού και κατά συνέπεια απώλειες σε τρόφιμα.
Σημαντική η αντίστροφη διαπίστωση, πως από τη στιγμή που επιζητούμε και αναπαραγάγουμε την ομοιομορφία των φυτικών ειδών ώστε να επιτευχθεί μια ομοιόμορφη ανάπτυξη, αναπαράγουμε επίσης την ομοιομορφία σε επιθέσεις εχθρών και παθογόνες προσβολές, με ότι συνεπάγεται αυτό.
Συμπερασματικά των προαναφερθέντων, ένας περιοριστικός παράγοντας της γενετικής μηχανικής είναι πως αυτή εργάζεται πάνω σε χαρακτηριστικά μονογονιδιακά, έναντι πολυγονιδιακών επιθυμητών χαρακτηριστικών, όπως είναι η ανώτερη γεύση, η αντοχή σε ασθένειες κ.α.
Μία πρόκληση για τα μονογονιδιακά χαρακτηριστικά είναι πως τα παράσιτα μπορούν και εξελίσσονται πέρα από κάθε μοναδικό χαρακτηριστικό, με πολύ γρήγορους ρυθμούς.
Οι σύγχρονες τεχνικές της γενετικής μηχανικής μπορούν να επιταχύνουν ορισμένα αποτελέσματα. Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές αναπαραγωγής βασίζονται συνήθως στην αναπαραγωγή ενός ή δύο ειδών. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους τρόπους με τους οποίους εξελίσσονται τα φυτά και αναπτύσσουν την ανθεκτικότητα με σύνθετους τρόπους και σε σχέση με τις αγρονομικές πρακτικές.
Με τη μείωση της γενετικής μεταβλητότητας, είναι πιθανό να επιτευχθεί ανώτατο όριο παραγωγής και η ευαισθησία των ειδών να ενταθεί. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί νέο γενετικό υλικό το οποίο θα επεκτείνει τη γενετική μεταβλητότητα του είδους και συνεπώς τη δυνατότητα λήψης νέων ευνοϊκών συνδυασμών γονιδίων.
Σαφώς και είναι αλήθεια πως όλα έχουν όρια και σίγουρα έχει και η γενετική μηχανική. Σε επίπεδα όμως αποδόσεων των καλλιεργειών της σόγιας και του αραβόσιτου, αυτά καταλαβαίνουμε πως βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά και ούτε που αχνοφαίνονται στον ορίζοντα…
Μήπως στηριζόμαστε πάρα πολύ στις δυνατότητες της γενετικής μηχανικής;
Γεγονός είναι πως μέσω της τρέχουσας, επιθυμητής επιλογής καλλιεργειών, έχουμε επιλέξει συγκεκριμένα και αυστηρά χαρακτηριστικά, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια άλλων, εξίσου σημαντικών χαρακτηριστικών.
Επιλέγουμε φυτά που έχουν κατασκευαστεί για να επιτυγχάνουν πολύ υψηλές αποδόσεις, σε περιβάλλοντα όπου τα φυτά δεν είναι αναγκασμένα να αντιμετωπίζουν τακτικά τον ανταγωνισμό από τα ζιζάνια, τις ελλείψεις θρεπτικών ουσιών, την ξηρασία και τα έντομα λόγω των ακριβών μεθόδων εφαρμογής ζιζανιοκτόνων, λιπασμάτων, άρδευσης και εντομοκτόνων. Ουσιαστικά, επιλέγουμε φυτά που αναπτύσσονται σύμφωνα με ειδικές γεωργικές πρακτικές.
Από γενετική άποψη, οι μονοκαλλιέργειες είναι εκτεθειμένες σε οποιαδήποτε αλλαγή του κλίματος ή στην παρουσία νέων παρασίτων και ασθενειών.
Τέσσερα παραδείγματα αναφέρονται παρακάτω:
► Ο ιρλανδικός λιμός της πατάτας το 1840: Ολική απώλεια των καλλιεργειών προκλήθηκε από το μύκητα Phytophthra infestans. Έτσι προκλήθηκε ο θάνατος 2 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το πρόβλημα επιλύθηκε μόνο όταν εντοπίστηκαν ανθεκτικά γονίδια σε πρωτόγονες ποικιλίες πατάτας και σε είδη συγγενικά με άγρια είδη πατάτας.
► Προσβολή από το μύκητα Cochliobolus victoriae σε φυτά βρώμης το 1940: Το 97% της συνολικής φυτεμένης έκτασης στην περιοχή της Αϊόβα προσβλήθηκε από το μύκητα Cochliobolus victoriae. Τα επηρεαζόμενα φυτά έφεραν ένα πλειοτροπικό γονίδιο που εισήχθη μέσω γενετικής βελτίωσης για να προσδώσει ανθεκτικότητα στη σκωρίαση της βρώμης.
► Η κρίση του αραβόσιτου το 1970: Η παραγωγή στην Αϊόβα μειώθηκε κατά 50%, χάρη σε ένα επιφυτο που έδωσε την ευκαιρία να ευδοκιμήσει ο μύκητας του Cochliobolus heterostrophus. Το αποστειρωμένο Κυτταρόπλασμα Τ (Texas), το οποίο είναι παρόν σε 75-90% των καλλιεργημένων υβριδίων, ήταν πολύ ευαίσθητο σε μολύνσεις. Το πρόβλημα επιλύθηκε μέσω της αναπαραγωγής φυτών, χρησιμοποιώντας γενετικούς πόρους που ελήφθησαν από άλλα μέρη του κόσμου.
► Οι απώλειες σίτου στη Σοβιετική Ένωση, το 1970: 15 εκατομμύρια εκτάρια σιταριού χάθηκαν κατά τη διάρκεια ενός δριμύ χειμώνα. Ο ένοχος; Η σπορά μιας μαζικά εμπορικής ποικιλίας η οποία δεν ήταν κατάλληλη για τόσο χαμηλές θερμοκρασίες.
Η μονοκαλλιέργεια καθώς και πολλές άλλες βιομηχανικές μέθοδοι γεωργικής παραγωγής δημιουργούν σίγουρα, περισσότερη ομοιομορφία μέσα σε ένα αναμενόμενο χρονικό εύρος αλλά οι πιθανοί κίνδυνοι θα εμφανισθούν μακροπρόθεσμα.
Αυτά τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα των υψηλών αποδόσεων δεν μπορούν να είναι αναπόσπαστα από χημικές εφαρμογές. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζονται σαφώς, οι ορθές γεωργικές πρακτικές από τη γενετική των φυτών .
Χαρακτηριστικά όπως η αντοχή στην ξηρασία δεν είναι μόνο θέμα συγκεκριμένου τμήματος του γονιδιώματος που ρυθμίζει το RNA. Αντ'αυτού, η ανθεκτικότητα/ανοχή στην ξηρασία μπορεί να αναπτυχθεί με την πάροδο του χρόνου με ορθές γεωργικές πρακτικές και με ένα διαφοροποιημένο σύστημα που μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτα ερεθίσματα.
Η έλλειψη ικανότητας να αναγνωρίζουμε τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν τα συστήματα, όπως για παράδειγμα ένα φυτικό σύστημα, οδηγεί τις περισσότερες φορές στην εφαρμογή στρατηγικών, οι οποίες στοχεύουν σε συγκεκριμένους και μεμονωμένους στόχους (συγκεκριμένα ζιζάνια ή παράσιτα). Αυτό έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα την ενθάρρυνση αυτών των στόχων. Με τη μείωση της γενετικής έκφρασης ενός φυτικού οργανισμού με σκοπό να αντιμετωπισθούν μερικοί αναμενόμενοι παράγοντες στρες (π.χ. ξηρασία), περιορίζοντας συνάμα τη μεταβλητότητα, τελικά τα υποβληθέντα σε αυτή τη διαδικασία φυτά, καθίστανται ευαίσθητα και ευάλωτα όταν οι υπό έλεγχο στρεσογόνοι παράγοντες για κάποιο λόγο γίνονται απρόβλεπτοι.
Ποια είναι τα οφέλη των παραδοσιακών ποικιλιών;
Η παραδοσιακή αποθήκευση των σπόρων αλλά και η παραδοσιακή βελτίωση αυτών μέσω της επιλογής, επιτρέπει στον σπόρο να προσαρμόζεται σε διάφορα περιβάλλοντα και συστήματα καλλιέργειας και είναι ο σπόρος εξοπλισμένος με μια σειρά γενετικών χαρακτηριστικών που ευημερούν σε διάφορες καταστάσεις.
Η επιλογή από τους γεωργούς υποστηρίζει πολλά άλλα θετικά αποτελέσματα για την ενίσχυση ενός ισχυρού συστήματος τροφίμων, όπως:
► Η βελτιωμένη σχέση του παραγωγού με την καλλιέργεια και τη γη.
► Η δημιουργία μιας τράπεζας σπόρων η οποία θα δώσει σπόρους περισσότερο προσαρμόσιμους στις τοπικές συνθήκες.
Η ποικιλομορφία των σπόρων και οι σπόροι που έχουν προσαρμοστεί σε τοπικό επίπεδο μας δίνουν ένα πιο ποικίλο σύνολο εργαλείων και στρατηγικών για την εξασφάλιση της παραγωγής τροφίμων. Εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη αντιμετώπισης των ευρύτερων συστημικών προβλημάτων που συμβάλλουν στην επισιτιστική ανασφάλεια, αλλά μπορούμε ήδη να δούμε παραδείγματα γεωργο-οικολογικών προσεγγίσεων που συμβάλλουν στη διατήρηση και την ανασυγκρότηση των συστημάτων διατροφής σε περιοχές που πλήττονται σοβαρά από την κλιματική αλλαγή, όπως το Πουέρτο Ρίκο και η Ινδία.
Σε ένα φυτικό σύστημα το οποίο διακρίνεται από την ποικιλομορφία, δίνεται στα φυτά η δυνατότητα να αναπτύξουν τη νοημοσύνη τους και τελικά να προσαρμοσθούν και να ευδοκιμήσουν.
Κάποιος μπορεί να αναφερθεί στο γεγονός πως η τεχνολογική-χημική προσέγγιση των καλλιεργειών αποδίδει περισσότερο από την γεωργο-οικολογική αλλά η απάντηση στο γιατί δεν είναι τόσο προφανής. Μάλλον οφείλεται στην έλλειψη επενδύσεων πάνω σε αυτόν τον τομέα.
Γενικά, η τάση είναι να συνεχίσουμε να περιορίζουμε το γενετικό υλικό των καλλιεργειών και να συνεχίσουμε να περιορίζουμε τις καλλιέργειες στις οποίες βασιζόμαστε. Το τελευταίο είναι εξίσου σημαντικό - καθώς οι ποικίλες εναλλαγές προσφέρουν τόσα πολλά οικολογικά οφέλη, εφόσον οι αγρότες έχουν αγορές για να τις πουλήσουν.
Ποια είναι τα μειονεκτήματα των παραδοσιακών ποικιλιών;
Η έλλειψη της ομοιομορφίας είναι ένα σημαντικό μειονέκτημα. Επίσης, έλλειψη σύγχρονης αντοχής σε ασθένειες και παράσιτα. Το μεγάλο κόστος της βιώσιμης παραγωγής το οποίο αρνούνται να κατανοήσουν οι καταναλωτές.
Γενικά, οι παραδοσιακές ποικιλίες υστερούν σε σύγχρονα επιθυμητά χαρακτηριστικά:
Για παράδειγμα, ο αραβόσιτος μια παραδοσιακής ποικιλίας έχει χαμηλότερες αποδόσεις, και μεγαλύτερο πλάγιασμα στελεχών. Αυτές οι ποικιλίες έχουν επιλεγεί ανεπίσημα, ως μη επιθυμητές από τη σύγχρονη αγορά.
Η καλλιέργεια πολλών και διαφορετικών ειδών απαιτεί και έναν περισσότερο επιδέξιο καλλιεργητή καθώς επίσης και περισσότερο χρόνο για την προώθηση και το μάρκετινγκ του προϊόντος.
Για παράδειγμα, η συγκομιδή τους δεν είναι εύκολη. Η διαφορά στο μέγεθος του παραγόμενου προϊόντος δεν καθιστά εύκολη τη μηχανική συγκομιδή τους. Επίσης, οι καρποί έχουν χαμηλή συντηρισιμότητα, οι αποδόσεις είναι μικρότερες, η ωρίμανση τους είναι ανομοιογενής κ.α.
Οι καλλιεργητές στις εμπορικές επιχειρήσεις χρειάζονται τον εξοπλισμό και τη γνώση για κάθε καλλιέργεια που καλλιεργούν. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει μια αγορά για τα προϊόντα / εμπορεύματα.
Η αγορά όμως είναι πολύ εξειδικευμένη και συγκεκριμένη και δεν παρεκκλίνει στις απαιτήσεις της και η επαγγελματική ενασχόληση των παραγωγών με πολλές και διαφορετικές ποικιλίες δεν είναι προσοδοφόρα.
Τι ρόλο παίζουν οι τράπεζες σπόρων για τη μελλοντική επισιτιστική ασφάλεια;
Οι γενετιστές συχνά επιστρέφουν σε παλαιότερο γενετικό υλικό για να βρουν νέες μορφές ανοχής σε διάφορα είδη στρες. Όλο και περισσότερες επενδύσεις θα πρέπει να γίνονται σε αυτό.
Η εξ αποστάσεως διατήρηση γενετικών χαρακτηριστικών (ex situ conservation), είναι σημαντική αλλά παρέχει προστασία έως έναν βαθμό. Η επί τόπου διατήρηση όμως των γενετικών χαρακτηριστικών (in situ conservation), και κατ’επέκταση η διατήρηση της ποικιλομορφίας, μέσω μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εξίσου σημαντική.
Στις ΗΠΑ, υπάρχουν πολλά κέντρα που αποθηκεύουν "οικοτύπους" που έχουν συγκεντρωθεί σε όλο τον κόσμο και είναι διαθέσιμα για επιστήμονες για να τα μελετήσουν και να τα αξιολογήσουν.
Η διατήρηση της μεταβλητότητα και της ποικιλομορφίας είναι σε θέση να προσφέρει γονίδια ικανά να διορθώσουν προκύπτοντα προβλήματα.
Τελικά πως πρέπει να επενδύσουμε στο μέλλον της γεωργίας;
Οι αγρότες μικρής κλίμακας παγκοσμίως, επιτελούν έργο διατήρησης της ποικιλομορφίας. Υπάρχει μια ολόκληρη «τάξη» αγροτών που δημιουργεί σειρές διαφορετικών καλλιεργειών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η αξία αυτού του έργου δεν αναγωρίζεται στο βαθμό που θα έπρεπε.
Πάντα λοιπόν θα υπάρχει χώρος για τις παραδοσιακές ποικιλίες στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, όχι όμως σε μεγάλο βαθμό. Οι παραδοσιακές ποικιλίες πάντα θα υπάρχουν ως μέσο συντήρησης της ποικιλομορφίας, με ρόλο εξισορροπητικό.
Επικρατεί η γενικευμένη άποψη πως οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι οι καλοί της υπόθεσης και τα γενετικά τροποποιημένα οι κακοί. Για ακόμη μια φορά όμως δεν υπάρχει μαύρο και άσπρο αλλά γκρίζες ζώνες. Η λύση δεν είναι ούτε η μικρή και τοπική κλίμακα αλλά ούτε και οι υπερπαραγωγές.
Ισορροπία για ακόμη μια φορά είναι η απάντηση.
Βιβλιογραφία:
Chapagain, T., & Riseman, A. (2012). Evaluation of heirloom and commercial cultivars of small grains under low input organic systems. American Journal of Plant Sciences, 3(05), 655.
Moore, G. K., & Tymowski, W. (2005). Explanatory guide to the international treaty on plant genetic resources for food and agriculture (No. 57). IUCN.
Nickerson, V. (2006). Continuity and resistance: Central Vermont farmers' motivations for cultivating heirloom vegetables (Doctoral dissertation).
Rivard, C. L., & Louws, F. J. (2008). Grafting to manage soilborne diseases in heirloom tomato production. HortScience, 43(7), 2104-2111.