Τι είναι οι φυσικές πυρεθρίνες;
Οι φυσικές πυρεθρίνες είναι οργανικές ενώσεις που περιέχονται στα άνθη και λιγότερο στα στελέχη φυτών του γένους Chrysantemum και παρουσιάζουν εντομοτοξικές και ακαρεοτοξικές ιδιότητες. Για τη παραγωγή των φυσικών πυρεθρίνων, χρησιμοποιείται κυρίως το είδος «πύρεθρο» (Chrysanthemum cinerariaefolium). Η περιεκτικότητα των ανθέων του πύρεθρου σε πυρεθρίνες ανέρχονται συνολικά σε 0,5-1,5% και παραλαμβάνονται μετά από εκχύλιση των ανθέων.
Η ώθηση στην ανακάλυψη των χημικών αυτών ουσιών προήλθε από καλές φυσικές, χημικές, βιολογικές και τοξικολογικές ιδιότητες των φυσικών πυρεθρίνων κατά τη χρήση τους ως εντομοκτόνα οικιακής χρήσης. Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι οι πυρεθρίνες εκτός από καλά εντομοκτόνα είναι και ακίνδυνα για τον άνθρωπο. Έχουν όμως το μειονέκτημα ότι είναι φωτοευαίσθητες και διασπώνται εύκολα στη φύση, με συνέπεια τη μικρή υπολειμματική τους δράση και την δυσκολία εφαρμογής τους στη γεωργική πράξη.
Ποια η διαφορά μεταξύ φυσικών και συνθετικών πυρεθρίνων;
Οι φυσικές πυρεθρίνες εμφανίζουν αστάθεια στην παρουσία έντονου φωτισμού, για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται σε μείγματα με αντιοξειδωτικές ουσίες (π.χ. υδροκινόνη). Επίσης για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας προστίθενται διάφορες συνεργιστικές ουσίες οι οποίες στοχεύουν στην αύξηση της δράσης τους.
Μετά από έρευνες χρόνων δημιουργήθηκαν οι συνθετικές πυρεθρίνες που δρουν κυρίως ως μη διασυστηματικά εντομοκτόνα επαφής και είναι αποτελεσματικά σε ευρύ φάσμα μασητικών και μυζητικών εντόμων σε πολλές καλλιέργειες καθώς και εναντίον εντόμων υγειονομικής σημασίας, αποθηκών και εκτοπαράσιτων οικόσιτων και παραγωγικών ζώων. Η εντομοτοξική δράση των συνθετικών πυρεθρίνων είναι ακαριαία καθώς επιδρούν στο νευρικό σύστημα των εντόμων.
Ο Βρετανός ερευνητής Elliot και η ερευνητική ομάδα της Ιαπωνικής εταιρείας Sumitomo ήταν οι πρώτοι που πέτυχαν τη σύνθεση μίας πυρεθρίνης της permethrin με υψηλή φωτοσταθερότητα και ικανή βιολογική δράση. Το tefluthrin είναι το πρώτο πυρεθρινοειδές που εφαρμόστηκε στη γεωργική πράξη ως εντομοκτόνου εδάφους και αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότητα κολεόπτερα, λεπιδόπτερα και δίπτερα στα σιτηρά και τον αραβόσιτο.
Πηγή: Γεωργική Φαρμακολογία, Β. Ζιώγας, Α. Μαρκόγλου, Αθήνα 2017 Σελ.: 348-357