«Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δύο ξεχωριστές κρίσεις, τη μία περιβαλλοντική και την άλλη κοινωνική, αλλά με μια πολύπλοκη κρίση που εμπεριέχει και τα δυο. Οι στρατηγικές για λύση απαιτούν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την καταπολέμηση της φτώχειας, την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας στους αποκλεισμένους και ταυτόχρονα την προστασία της φύσης», έγραψε ο Πάπας Φραγκίσκος στην εγκύκλιο-ορόσημο του 2015 για την Κλιματική Αλλαγή, Laudato Si, συστήνοντας την αγροοικολογία στο ευρύ κοινό, ως κεντρικό θέμα. Ωστόσο, η χρήση του όρου ανάγεται στη δεκαετία του ’30, εμφανίστηκε ως επιστημονικός κλάδος τη δεκαετία του ’60 και ως γεωργική πρακτική τη δεκαετία του ’80 συνυπάρχοντας με κινήματα.
Η αγροοικολογία που είναι προφανώς μια συγχώνευση των λέξεων γεωργία και οικολογία, περιλαμβάνει ολόκληρο το σύστημα τροφίμων, από το έδαφος μέχρι την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Είναι φορτωμένη με αξίες και βασίζεται σε βασικές αρχές. Ως επιστήμη, δίνει προτεραιότητα στην έρευνα, στις ολιστικές και συμμετοχικές προσεγγίσεις και τη διεπιστημονικότητα που περιλαμβάνει διαφορετικά συστήματα γνώσης. Ως πρακτική, βασίζεται στη βιώσιμη χρήση των τοπικών ανανεώσιμων πόρων, στη γνώση και στις προτεραιότητες των τοπικών αγροτικών κοινωνιών, στη συνετή διαχείριση της βιοποικιλότητας, στην ανθεκτικότητα και σε λύσεις που παρέχουν πολλαπλά οφέλη (περιβαλλοντικά, οικονομικά, κοινωνικά) σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Ως κίνημα, υπερασπίζεται τους μικροκαλλιεργητές και την οικογενειακή γεωργία, τους αγρότες και τις αγροτικές κοινότητες, τις τοπικές και σύντομες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων, την ποικιλία των αυτόχθονων σπόρων, την υγιεινή και ποιοτική τροφή.
Περιβαλλοντικός εκσυγχρονισμός της γεωργίας
Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Η εκβιομηχάνιση της γεωργίας έχει δημιουργήσει μια κατάσταση όπου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό, με διαρκή πείνα και αυξανόμενο υποσιτισμό, με υποβάθμιση του εδάφους, με ρύπανση και εξάντληση των υδάτων και με απώλεια βιοποικιλότητας σε μια περίοδο κλιματικής αβεβαιότητας.
Η πρόκληση είναι η μετάβαση σε ένα γεωργικό σύστημα που θα είναι ικανό να καλύψει τις ανάγκες σε τρόφιμα της μελλοντικής κοινωνίας, όχι μόνο αυξάνοντας την παραγωγικότητα αλλά και κατανέμοντας τα τρόφιμα πιο δίκαια, και όχι μόνο προστατεύοντας το φυσικό περιβάλλον, αλλά και ανανεώνοντας και αναγεννώντας τους πόρους που είναι απαραίτητοι για τη γεωργική παραγωγικότητα και την αύξηση των ευκαιριών για απασχόληση στη γεωργία.
Για “περιβαλλοντικό εκσυγχρονισμό” της γεωργίας, ώστε αυτή να γίνει πραγματικά βιώσιμη και ανθεκτική σε περιβαλλοντικές και οικονομικές πιέσεις, κάνει λόγο ο Δρ. Βασίλειος Γκισάκης, που είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Ελιάς Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, τμήμα Ελαίας & Οπωροκηπευτικών Καλαμάτας, του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, μέλος Δ.Σ. του Agroecology Europe και συντονιστής του Ελληνικού Αγροοικολογικού Δικτύου.
«Η Αγροοικολογία δεν προτείνει απλά και μόνο κάποιες ορθές καλλιεργητικές τεχνικές για την αύξηση της αποδοτικότητας και την μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της γεωργίας, αλλά στοχεύει στον ολικό επανασχεδιασμό του αγρο-διατροφικού συστήματος, του τρόπου δηλαδή που παράγουμε, μεταποιούμε και καταναλώνουμε τροφή ώστε αυτό να μπορεί να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Τα αγροοικολογικά συστήματα γεωργίας είναι πολυλειτουργικά και επομένως μπορούν να είναι βιώσιμα», διευκρινίζει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αγροοικολογία δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό σύστημα διαχείρισης προς πιστοποίηση. Αντίθετα, θα έλεγε κάποιος πως είναι ένα επιστημονικό και αντίστοιχο πρακτικό πλαίσιο, που λειτουργεί ως “ομπρέλα” πολλών “φιλο-περιβαλλοντικών” προσεγγίσεων όπως είναι για παράδειγμα, η βιολογική και βιοδυναμική γεωργία, η αγροδασοπονία, η γεωργία χαμηλών εισροών, η περμακουλτούρα, η αναγεννητική γεωργία, κοκ. Στην πράξη εφαρμόζονται ήδη αγροοικολογικές στρατηγικές όπως είναι η αμειψισπορά, η βιολογική καταπολέμηση των εχθρών των καλλιεργειών, η χρήση τοπικά προσαρμοσμένων ποικιλιών, η ελαχιστοποίηση κατεργασίας του εδάφους, η ελαχιστοποίηση εξωτερικών εισροών, όπως συνθετικά φυτοφάρμακά και λιπάσματα.
Αγροοικολογική προσέγγιση στην ελαιοπαραγωγή
Παραδοσιακά οι ελληνικοί και γενικά οι ελαιώνες της Μεσογείου αποτελούν ένα σημαντικό περιβαλλοντικό «κεφάλαιο». Θεωρούνται καλλιέργεια χαμηλής «έντασης», με σχετικά περιορισμένη χρήση αγροχημικών και χαμηλό βαθμό μηχανοποίησης. Συχνά συνδέονται και με την παρουσία υψηλής βιοποικιλότητας και αποτελούν ένα παράδειγμα γεωργικού συστήματος «υψηλής φυσικής αξίας» με σημαντικό περιβαλλοντικό ρόλο. Ωστόσο, ο Δρ. Γκισάκης εντοπίζει μια παραδοξότητα: «Παρ’ όλη την αναγνώριση της ωφελιμότητας του ελαιόλαδου και της ελιάς για την υγεία, η παραγωγή τους βασίζεται σε ένα ολοένα και λιγότερο περιβαλλοντικά βιώσιμο μοντέλο». Για αυτό ο ίδιος προτείνει σύγχρονες αγροοικολογικές προσεγγίσεις που όχι μόνο προστατεύουν το περιβάλλον και το κλίμα, αλλά μειώνουν και τις εισροές, παραμένοντας ταυτόχρονα ικανοποιητικά αποδοτικές.
«Ο «εκσυγχρονισμός» της ελαιοκαλλιέργειας που βασίζεται στην εντατική μονοκαλλιέργεια υψηλών εισροών (λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων άρδευσης) και που εστιάζει αποκλειστικά στην ανταγωνιστική παραγωγικότητα χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η βιωσιμότητα του παραγωγικού μοντέλου, υποβαθμίζει την περιβαλλοντική της αξία. Χρειάζεται επανασχεδιασμός των ελαιοκομικών πρακτικών με τρόπο αποδοτικό και συνάμα βιώσιμο. Απαιτούνται ολιστικές αγροοικολογικές προσεγγίσεις που να εκσυγχρονίζουν περιβαλλοντικά τον τρόπο παραγωγής, «αναγεννώντας» τα αγροτικά οικοσυστήματα και καθιστώντας τα ανθεκτικά σε περιβαλλοντικές πιέσεις», προσθέτει ο Δρ. Γκισάκης, ο οποίος συμμετέχει σε ερευνητικά έργα σχετικά με την εφαρμογή αγροοικολογικών προσεγγίσεων στην ελαιοκομία, όπως το Sustainolive αλλά και το Soil O-live. Τα συγκεκριμένα έργα υλοποιούνται στην Ελλάδα από τον ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, σε συνεργασία με πανεπιστήμια κύριων ελαιοπαραγωγικών περιοχών της Μεσογείου, όπως το Πανεπιστήμιο της Jaen (Ισπανία), Πανεπιστήμια της Ιταλίας, αλλά και ερευνητικά ιδρύματα από το Μαρόκο και Τυνησία.
Τα ενδεικτικά ερευνητικά αποτελέσματα που προκύπτουν επιβεβαιώνουν την αξία της υιοθέτησης αγροοικολογικών πρακτικών, όπως είναι η χρήση φυτών κάλυψης (αυτοφυή ή σποράς/χλωρή λίπανση) και η ελαχιστοποίηση κατεργασίας του εδάφους, η αξιοποίηση υποπροϊόντων κλαδέματος και ελαιοτριβείου μέσω θρυμματισμού ή/και κομποστοποίησης, η δημιουργία (αγρο)οικολογικών υποδομών (φυτοφράκτες/ημι-φυσικά ενδιαιτήματα), καθώς και η μείωση των συνθετικών εισροών (ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα).
Συγκεκριμένα, όταν εφαρμόζονται αγροικολογικές πρακτικές, όπως η διατήρηση φυτοκάλυψης και η ελαχιστοποίηση κατεργασίας του εδάφους, αυξάνονται η εδαφικές οργανικές ουσίες καθώς και η μέση ποσότητα οργανικού αζώτου που παρέχεται στο έδαφος (κατά 30%). Αυτό αυξάνει τη διαθεσιμότητα άνθρακα μέσω της δεσμευόμενης ποσότητας ατμοσφαιρικού CO2 και επηρεάζει θετικά τη δραστηριότητα των μικροοργανισμών του εδάφους. Έτσι τα ελαιόδεντρα έχουν διαθέσιμη μεγαλύτερη ποσότητα θρεπτικών συστατικών και μειωμένες ανάγκες σε χημικά λιπάσματα.
«Οι μελέτες δείχνουν επίσης ότι η παρουσία (αφθονία και ποικιλομορφία) και η ένταση της μικροβιακής δραστηριότητας στα εδάφη των ελαιώνων όπου εφαρμόζονται αγροικολογογικές πρακτικές διαχείρισης είναι παρόμοια -ακόμα και ελαφρώς υψηλότερη- με εκείνη των δασικών εδαφών. Επιπλέον, είναι σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερη από αυτό που υπολογίζεται σε εδάφη εντατικών ελαιώνων», λέει ο Δρ Γκισάκης εξηγώντας πως η μικροχλωρίδα του εδάφους που είναι μια κοινότητα των μικροοργανισμών (μύκητες, βακτήρια και πρωτόζωα) που συγκατοικούν στο έδαφος, όταν αλληλεπιδρά με τα φυτά επηρεάζει την υγεία τους.
Όσο για την παραγωγικότητα τέτοιων ελαιώνων, τα δεδομένα μακροχρόνιων ερευνών σε ελληνικούς ελαιώνες δείχνουν ότι οι αποδόσεις παραμένουν στα ίδια υψηλά επίπεδα με ελαιώνες όπου εφαρμόζεται εντατική χρήση εισροών, όπως ζιζανιοκτόνα και εντομοκτόνα, και καλλιεργητικών πρακτικών, όπως η εδαφοκατεργασία κ.ά
Η αγροοικολογία απαιτεί τρόπους σκέψης που διαφέρουν θεμελιωδώς από τη νοοτροπία μονοκαλλιέργειας, εντατική μηχανοποίησης και ενοποίησης με μοναδικό στόχο την παραγωγικότητα της βιομηχανικής γεωργίας. Η αγροοικολογία εξελίσσεται σε μια ευέλικτη προσέγγιση που μπορεί να προσαρμοστεί στην οικολογική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ποικιλομορφία των πολλών διαφορετικών τόπων στη γη.