Ενώ σίγουρα υπάρχουν αυτογόνιμες ποικιλίες αχλαδιάς, η καλύτερη απόδοση του οπωρώνα μπορεί να επιτευχθεί με μία δεύτερη ποικιλία. Ποιές λοιπόν αχλαδιές γονιμοποιούν άλλες αχλαδιές?
• Αχλαδιές και επικονίαση:
Η απαραίτητη προϋπόθεση για την επιθυμητή παραγωγή αχλαδιών είναι η επιτυχής γονιμοποίηση. Σίγουρα υπάρχουν πολλοί επικονιαστές διαθέσιμοι, αλλά υπάρχουν και κάποιοι απλοί κανόνες οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν στην επιλογή των καλύτερων δένδρων με τη μεγαλύτερη πιθανότητα παραγωγής.
Τα αυτογόνιμα δένδρα είναι εκείνα που δε χρειάζονται για τη γονιμοποίησή τους και κάποιο άλλο δένδρο της οικογένειας. Παρ’όλα αυτά βέβαια και στην περίπτωση των αυτογόνιμων ποικιλιών, η προσθήκη ακόμη μιας διαφορετικής ποικιλίας θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες της γονιμοποίησης.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει διότι τα άνθη της αχλαδιάς είναι βραχύβια, περιέχουν νέκταρ σε ελάχιστες ποσότητες και το νέκταρ τους δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τις μέλισσες.
Η σταυρεπικονίαση λοιπόν των αχλαδιών οδηγεί σίγουρα σε μία καλύτερη απόδοση.
Οι μέλισσες καθώς και οι βομβίνοι επίσης έχουν εισαχθεί δυναμικά σε οπωρώνες αχλαδιάς ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά επιτυχούς γονιμοποίησης.
• Ποιές αχλαδιές γονιμοποιούν άλλες αχλαδιές;
Σχεδόν όλες οι αχλαδιές είναι κατάλληλες για επικονίαση άλλων ποικιλιών, με τα οποία ανθίζουν ταυτόχρονα.
Μερικές αχλαδιές επίσης μπορούν και παράγουν παρθενοκαρπικούς καρπούς οι οποίοι δεν έχουν σπόρους και αναπτύσσονται χωρίς γονιμοποίηση. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το καλύτερο δυνατό της παραγωγής μπορεί να προκύψει από οπωρώνες όπου συνυπάρχουν με τα κύρια δένδρα της παραγωγής, άλλοι δύο διαφορετικοί επικονιαστές.
Το κλειδί για μια επιτυχή σταυρεπικονίαση είναι η επιλογή ποικιλιών οι οποίες ανθίζουν ταυτόχρονα.
• Οδηγός γονιμοποίησης αχλαδιάς:
Από τη στιγμή που οι διαφορετικές ποικιλίες δένδρων σε έναν οπωρώνα αυξάνουν την επικονίαση, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή των επικονιαστών.
Οι ποικιλίες αχλαδιάς διακρίνονται κυρίως σε διπλοειδείς, τριπλοειδείς και τετραπλοειδείς.
- Οι περισσότερες από τις διπλοειδείς ποικιλίες παράγουν άφθονη και ζωτική γύρη οπότε είναι κατάλληλες για γονιμοποίηση, στην ουσία είναι καλοί επικονιαστές.
- Οι τριπλοειδείς ποικιλίες παράγουν γύρη μειωμένης ζωτικότητας και γι’αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίησή τους ως επικονιάστριες. Χρειάζονται λοιπόν σταυρεπικονίαση και πρέπει να συγκαλλιεργούνται μαζί με 2 διπλοειδείς ποικιλίες.
- Οι τετραπλοειδείς ποικιλίες είναι μερικώς ή πλήρως συμβιβαστές μεταξύ τους. Όλες οι ποικιλίες αχλαδιάς θεωρούνται αλληλοσυμβιβαστές με μοναδική εξαίρεση τις ποικιλίες Barltlett και Seckell.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, όλες οι ποικιλίες αχλαδιάς καρποφορούν καλύτερα μέσω της σταυρεπικονίασης, υπό την προϋπόθεση της ταυτόχρονης άνθησης, της αλληλοσυμβατότητας και της ύπαρξης καλών γυρεοδότιδων ποικιλιών.
• Χημική παρέμβαση:
Για την επίτευξη ενός ακόμη μεγαλύτερου ποσοστού γονιμοποίησης άρα και μεγαλύτερης απόδοσης, εφαρμόζονται και οι ρυθμιστές ανάπτυξης και πιο συγκεκριμένα το γιββερελλικό οξύ.
- Με τη χρήση του γιββερελλικού οξέος επιτυγχάνεται η παρθενοκαρπία, η παραγωγή καρπών παρθενοκαρπικά όποτε και η γονιμοποίηση καθίσταται μη απαραίτητη προϋπόθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η γιββερρελίνη υποκαθιστά τη δράση ενδογενών αυξητικών ορμονών μετά το ερέθισμα της επικονίασης-γονιμοποίησης και μειώνει τον αριθμό σπερμάτων των καρπών (παρθενοκαρπία).
Πότε εφαρμόζω το γιββερελλικό οξύ;
Όταν το 30-70% των ανθέων έχει ανοίξει, συνήθως με συγκέντρωση 10-25 ppm, σε νεαρά δένδρα με λίγους ανθοφόρους οφθαλμούς (25 ppm), ενώ σε μεγαλύτερης ηλικίας δένδρα με αρκετούς οφθαλμούς (10-12.5 ppm).
Πιθανές αρνητικές επιδράσεις γιββερελλικού οξέος:
- Μείωση ποσοστού διαφοροποίησης ανθοφόρων οφθαλμών
- Μείωση ή αύξηση μεγέθους καρπών
- Αλλαγή σχήματος καρπών
Συμπερασματικά, θα πρέπει η επιλογή των ποικιλιών σε έναν οπωρώνα να είναι η κατάλληλη και βάσει των προαναφερθέντων προϋποθέσεων, καθώς επίσης, τα ορμονικά σκευάσματα θα πρέπει να εφαρμόζεται με σύνεση και να λαμβάνεται υπ’όψιν πως ο ρόλος τους είναι επικουρικός, διαφορετικά μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στη συνολική παραγωγή.