Τα σπόρια του μύκητα, κονίδια, με τη βοήθεια του αέρα ή με τα πιτσιλίσματα του νερού μεταφέρονται στιυς φυτικούς ιστούς.
Με σχετική υγρασία πάνω απο 85% τα κονίδια μέσα σε 3 μέρες τα κονίδια βλαστάνουν προς μυκηλιακή υφή και το παθογόνο εισέρχεται στους φυτικούς ιστούς από τα στομάτια. Αναπτύσσεται ενδοκυτταρικά κοντά στο αγγειακό σύστημα και σχηματίζει τα σπόριά του, κονίδια , πάνω σε κονιδιοφόρους οι οποίοι εξέρχονται από τα στομάτια στην κάτω επιφάνεια του φύλλου. Αυτά μεταφέρονται με τον άνεμο, το νερό και τις καλλιεργητικές εργασίες και προκαλούν νέες μολύνσεις. Μετάδοση του παθογόνου μπορεί να γίνει και με το μολυσμένο σπόρο.
Η μόλυνση ευνοείται από πολύ υψηλή σχετική υγρασία (πάνω από 80%, άριστη πάνω από 95%) και θερμοκρασία 15-25οC.
Η ασθένεια προσβάλλει κυρίως το φύλλωμα και σπανιότερα τα άνθη, τους καρπούς και τους βλαστούς. Τα συμπτώματα εμφανίζονται πρώτα στα κατώτερα φύλλα αρχικά ως κιτρινοπράσινες ή κίτρινες κηλίδες οι οποίες προοδευτικά γίνονται καστανοκίτρινες και νεκρωτικές. Στην κάτω επιφάνεια του φύλλου στην περιοχή της κηλίδας εμφανίζονται οι καρποφορίες του μύκητα σαν σκούρα καστανή, βελούδινη εξάνθηση.
Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με εφαρμογή καλλιεργητικών και χημικών μέτρων.
Συνιστάται η χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, υγιούς σπόρου και φυταρίων, η απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων και των προσβεβλημένων φυτών, η μείωση της σχετικής υγρασίας, ενώ όσο αφορά τα χημικά μέτρα συστήνεται η εφαρμογή κατάλληλων, εγκεκριμένων φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων εφόσον διαπιστωθούν συμπτώματα προσβολής.
Δείτε ΕΔΩ όλες τις Γεωργικές Προειδοποιήσεις