Ιστορικά, αναφέρονται σαν εχθροί των μηλοειδών και των πυρηνοκάρπων, ωστόσο συχνά απαντώνται και σε δασικά είδη (Mendel et al., 1997).
Οι έρευνες αναφέρουν τα έντομα αυτά ως εχθρούς εξασθενημένων δένδρων, τα οποία σε μεγάλους πληθυσμούς μπορούν να προκαλέσουν ξήρανση ολόκληρου του φυτού (Lindeman, 1978). Δένδρα που έχουν παγώσει το χειμώνα ή έχουν ταλαιπωρηθεί από ισχυρούς καύσωνες, ταλαιπωρημένα από ξηρασία, ελλειπή λίπανση, μυκητολογικές και βακτηριολογικές προσβολές στο ριζικό σύστημα και πλημμύρες, είναι υποψήφια για προσβολές από τα έντομα αυτά (Bhagwandin, 1992).
Τα τελευταία χρόνια με τις νέες φυτεύσεις κερασιάς, βερικοκιάς κ.ά. πολλοί αγρότες παραπονιούνται για προσβολές από σκολύτες σε υγιή και εύρωστα δένδρα, ωστόσο κάτι τέτοιο συμβαίνει συνήθως τις πολύ ζεστές περιόδους του καλοκαιριού όπου τα δένδρα καταπονούνται από τη ζέστη και την έλλειψη νερού ή όταν έχει προκληθεί μεγάλη αύξηση του πληθυσμού από κάποια αιτία.
Το ενήλικο έντομο του είδους Scolytus rugulosus έχει μήκος από 1,8 - 2,7 mm, χρώμα θαμπό καστανό-σοκολατί και στον προθώρακά του φέρει αδρά στενόμακρα πυκνά στίγματα. Στην Ελλάδα, κατά τους Ισαακίδη (1936) και Μαρκαλά και συνεργάτες (1994), έχει δύο γενιές το χρόνο. Στο Ισραήλ και άλλες ζεστές περιοχές της Μεσογείου φθάνει μέχρι και 4 γενιές το έτος (Gurevitz, 1976). Το έντομο διαχειμάζει ως πλήρως ανεπτυγμένη προνύμφη σε διάπαυση, ενηλικιώνεται μέσα στη στοά και εξέρχεται ως ενήλικο στα τέλη Απριλίου ως τις αρχές Μαΐου. Τα ενήλικα ξεκινούν αμέσως την τροφική τους δραστηριότητα, τρώγοντας οφθαλμούς στους οποίους εισέρχονται δημιουργώντας μία μικρή οπή στην βάση τους.
Στην Τουρκία βρέθηκε να προσβάλει νεαρά καρπίδια βερικοκιάς, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στην παραγωγή. Εισέρχεται στον καρπό από τον ποδίσκο και φθάνει μέχρι το σπέρμα εντός του πυρήνα (Özgen et al., 2012).
Το ενήλικο θηλυκό μπαίνει τάχιστα σε αναπαραγωγική φάση. Μόλις ολοκληρωθεί το ζευγάρωμα τα θηλυκά ανοίγουν μητρικές στοές έως 4 εκ. παράλληλα με τον κλάδο, γεννώντας 50 αυγά. Οι νεαρές προνύμφες τρέφονται εσωτερικά της φλούδας του δένδρου από το σομφό ξύλο δημιουργώντας κάθετες προς τη μητρική στοές. Μόλις ενηλικιωθούν εξέρχονται ως τέλεια της δεύτερης γενιάς, τα οποία θα διαχειμάσουν μέχρι την επόμενη χρονιά (Χατζηχαρίσης και Καζαντζής, 2014; Τζανακάκης και Κατσόγιαννος, 2003). Γενικότερα, τα θηλυκά προτιμούν βλαστούς πάχους 1 – 6 εκ. σε εξασθενημένα δένδρα, γιατί σε αυτά είναι πολύ δυσκολότερη η έκκριση κόμμεος ή είναι μειωμένη και έτσι αυξάνεται η πιθανότητα επιβίωσης.
Φωτογραφία 1. Προσβολή από σκολύτη σε οφθαλμό κλάδου κερασιάς (διακρίνεται η οπή εισόδου του εντόμου και η ξήρανση του οφθαλμού μαζί με τα φύλλα).
Στην Ελλάδα η κερασιά είναι το πιο ευαίσθητο είδος (Φωτογραφία 1). Το έντομο εισέρχεται συνήθως από τη βάση του οφθαλμού, τρέφεται εντατικά και ο οφθαλμός ξεραίνεται μαζί με τα φύλλα, τα οποία πολλές φορές ξεραίνονται πράσινα χωρίς να κιτρινίσουν και να πέσουν. Πολλές φορές από την οπή εκρέει κόμμι το οποίο μπορεί να σκοτώσει το έντομο (Φωτογραφία 2). Στα εύρωστα δένδρα οι ζημιές γίνονται κυρίως από τη δεύτερη γενιά, από αρχές Αυγούστου και μετά. Στα ασθενικά και καχεκτικά φυτά οι προσβολές πραγματοποιούνται από τις Αρχές της Άνοιξης. Όταν εντοπίζεται προσβολή από σκολύτη σε εύρωστα και υγιή δένδρα πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες που επέτρεψαν στο φυτό να γίνει ευαίσθητο στο έντομο. Δηλαδή, εφόσον υπήρχε επάρκεια νερού και τακτικά ποτίσματα είναι πολύ πιθανό να υπάρχει ασθένεια ή βακτηρίωση (π.χ. Armillaria mellea, Phytopthora spp., Pseudomonas spp.) ή εντομολογική προσβολή από άλλο έντομο στο ριζικό σύστημα (π.χ. κόσσος, καπνώδης). Η πρώτη αιτία εξασθενεί το φυτό και σε δεύτερο χρόνο ο σκολύτης προσβάλλει αρχικά τους οφθαλμούς και έπειτα το ξύλο του δένδρου. Στην κερασιά, στα σκιαζόμενα παλαιότερα κλαδιά μπορεί να γίνει ξήρανση οφθαλμών από φυσιολογικά αίτια. Σ΄ αυτούς τους οφθαλμούς συχνά παρασιτεί ο σκολύτης, χωρίς όμως να αποτελεί απειλή για το υπόλοιπο δένδρο.
Αν δεν ισχύει η παραπάνω συνθήκη, τότε πρέπει να εξακριβωθεί αν στον περιβάλλον χώρο του αγροκτήματος και σε απόσταση έως 50 μέτρα, υπάρχουν υπολείμματα ξύλου από κομμένα δένδρα ή από κλάδεμα. Ακόμη παρατημένα αγροκτήματα αποτελούν εστίες ανάπτυξης μεγάλων πληθυσμών του εντόμου. Τα ενήλικα του εντόμου ίπτανται και μπορεί να διασχίσουν αποστάσεις αρκετών μέτρων.
Φωτογραφία 2. Έκκριση κόμμεος από οπές εισόδου σκολύτη.
Η καταπολέμηση του εντόμου γίνεται κυρίως με προληπτικά καλλιεργητικά μέτρα. Η χημική αντιμετώπιση είναι αναποτελεσματική και χρησιμοποιείται κυρίως εναντίων των ενήλικων ατόμων, καθώς δεν έχει καμία επίδραση στις προνύμφες που τρέφονται εντός του ξύλου των δένδρων. Η παρακολούθηση του πληθυσμού είναι εφικτή με φερομονικές ή κίτρινες κολλητικές παγίδες (Doerr et al., 2008). Τα αγροκτήματα, ειδικά αυτά με ιστορικό προσβολών, πρέπει να καθαρίζονται επιμελώς από υπολείμματα κλαδεμάτων και ξερών δένδρων. Τα υπολείμματα πρέπει να καταστρέφονται είτε μηχανικά είτε με φωτιά και να μην εναποτίθενται πέριξ των αγροκτημάτων.
Ένας αποτελεσματικός τρόπος παγίδευσης των εντόμων είναι το κρέμασμα βλαστών ή ακόμα και χοντρών κλαδιών (καθαρών από σκολύτη) την άνοιξη. Μόλις τα κλαδιά αυτά γεμίσουν με οπές εισόδου και πριν γίνει η έξοδος των θηλυκών για ωοτοκία πρέπει να καίγονται.
Η χημική καταπολέμηση απευθύνεται μόνο στην μείωση του πληθυσμού των ενηλίκων. Συνήθως απαιτούνται παραπάνω από δύο επεμβάσεις. Στην Ελλάδα οι παραγωγοί χρησιμοποιούν κυρίως τις δραστικές ουσίες Taw-fluvalinate και Phosmet. Έρευνες στο εξωτερικό έδειξαν ότι εξίσου δραστικά είναι το Acetamiprid και το Esfenvalarate, σε υψηλές όμως δοσολογίες (Doerr et al., 2008). Η χρήση των φυτοπροστατευτικών ουσιών πρέπει να γίνεται πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες της ετικέτας και τις εκάστοτε εγκρίσεις του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Συμπερασματικά, οι σκολύτες είναι εχθροί που κατά περίπτωση μπορεί να γίνουν σοβαροί για μία καλλιέργεια. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν να προσβάλουν εύρωστα δένδρα και να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές. Η αναζήτηση της κύριας αιτίας που κάνει τα δένδρα ευπαθή στους σκολύτες αποτελεί κλειδί για την αντιμετώπισή τους. Σε κάθε περίπτωση τα δένδρα πρέπει να λιπαίνονται και να αρδεύονται επαρκώς για να διατηρούν την ευρωστία τους. Οι χημικές επεμβάσεις είναι συχνά αναποτελεσματικές γιατί δεν έχει αντιμετωπισθεί πρωτίστως το πρόβλημα που επιτρέπει την προσβολή από σκολύτες.
Απλούστερα, αν κάποιος έχει ξηλώσει ένα χωράφι με δένδρα δίπλα σας και τα έχει παρατήσει εκεί, ο σκολύτης θα τα προσβάλει, στην πορεία ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία και θα κινηθεί να προσβάλει τα υγιή δένδρα σας. Κυρίως, προσβάλει τα φυτά στις πρώτες γραμμές στο σύνορο. Το ίδιο θα συμβεί αν εναποθέσετε τα υπολείμματα του κλαδέματος δίπλα στο χωράφι σας, χωρίς να τα καταστρέψετε.
Σχετικές οπτικοακουστικές παραπομπές από τον ελλαδικό χώρο:
-
Προσβολή δένδρου κερασιάς από Σκολύτη
-
Συμπτώματα προσβολών διαφόρων φυλλοβόλων οπωροφόρων από Σκολύτη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bhagwandin H.O. (1992). The Shothole borer: An ambrosia beetle of concern for chestnut orcharding in the Pacific Northwest, p. 168-177. In 93rd Annual Report of the Northern Nut Growers' Assn, Western Chestnut Growers Assn.
Doerr M., Brunner J., Smith T. (2008). Biology and management of bark beetles (Coleoptera: Curculionidae) in Washington cherry orchards. Journal of the Entomological Society of British Columbia, 105.
Gurevitz E. (1976). Contribution to the study of the Scolytidae. II. Population dynamics of Scolytus (Ruguloscolytus) mediterraneus Eggers in Israel. Ann. Zool. Ecol. Anim. 8, 53-68.
Ισαακίδης Κ. (1936). Μαθήματα γεωργικής εντομολογίας. Αθήναι, 1936.
Lindeman G.V. (1978). Means of adaptation of bark beetles (Scolytus kirschi, Scolytus japonicus, Scolytus rugulosus, Scolytus moravitzi) to a habitat on slightly weakened trees. The Soviet Journal of Ecology, 9 (6): 538-543.
Μαρκαλάς Σ., Κατσόγιαννος Β., Δάχταρης Ι. (1994). Στοιχεία βιολογίας του Scolytus rugulosus (Col., Scolytidae) σε αμυδγαλιές της περιοχής Λάρισας. Πρακτικά 4ου Πανελλήνιου Εντομολογικού Συνεδρίου, Βόλος, 14-17 Οκτ. 1991, σελ. 163-17.
Mendel Z., Ben-Yehuda S., Marcus R., Nestel D. (1997). Distribution and extent of damage by Scolytus Spp. To stone and pome fruit orchards in Israel. International Journal of Tropical Insect Science, 17(02), 175–181.
Özgen I., Oguzhan S., Çiçek H. (2012). Damage of Scolytus rugulosus (Muller, 1818) (Coleoptera: Curculionidae, Scolytinae) in the apricot fruits. Mun. Ent. Zool., vol. 7, 1185-1187.
Τζανακάκης Μ., Κατσόγιαννος Β. (2003). Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου. Εκδόσεις ΑγροΤύπος Α.Ε., Αθήνα, σελ. 160-161.
Χατζηχαρίσης Ι., Καζαντζής Κ. (2014). Η κερασιά και η καλλιέργειά της. Εκδόσεις ΑγροΤύπος Α.Ε., Αθήνα, σελ. 250-253.