Καλλιεργείται για τους νωπούς ή κατεψυγμένους (ανώριμους) σπόρους που είναι γνωστοί ως αρακάς και για τους νωπούς (ανώριμους) λοβούς, οι οποίοι στα πρώτα στάδια ανάπτυξής τους είναι τρυφεροί και εδώδιμοι. Επίσης, το μπιζέλι έχει και κτηνοτροφική χρήση.
Πού ευδοκιμεί το φυτό του μπιζελιού;
Τα μπιζέλια αντέχουν περισσότερο το κρύο σε σχέση με τα υπόλοιπα όσπρια, γι αυτό και καλλιεργούνται στα πιο βόρεια μέρη της Ευρώπης.
Η πολλή ζέστη ενοχλεί την καλλιέργεια με αποτέλεσμα να προκύπτουν λοβοί λιγότερο τρυφεροί.
Στην Ελλάδα λοιπόν, η καλλιέργεια του μπιζελιού θα πρέπει να είναι πρώιμη ειδικά όταν προορίζονται για νωπή κατανάλωση.
Οι εδαφικές απαιτήσεις της καλλιέργειας είναι εδάφη με pH 5.8-6.8. Τα μέτρια αργιλοασβεστώδη ή αργιλοαμμώδη, εδάφη που στραγγίζουν καλά το χειμώνα, μα που είναι δροσερά το καλοκαίρι, είναι κατάλληλα. Τα πολύ συνεκτικά ασβεστώδη δεν είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια. Τα πολύ ασβεστώδη εδάφη προκαλούν χλώρωση στα φυτά με τελικό αποτέλεσμα τους πολύ ξηρούς σπόρους.
Εποχή σποράς
Η σπορά λαμβάνει χώρα κυρίως τον Οκτώβρη-Νοέμβριο σε περιοχές με ήπιο χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη (Φεβρουάριο) σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα.
Τα σπέρματα τοποθετούνται με τη βοήθεια κοινής σπαρτικής μηχανής μετά από ρύθμιση, σε γραμμές, σε αποστάσεις 20-40 εκατοστά και 3-4 εκατοστά βάθος για τις νάνες ποικιλίες, ενώ για τις αναρριχώμενες , σε γραμμές, σε αποστάσεις 60-80 εκατοστά και 3-4 εκατοστά βάθος.
Οι ποσότητες κυμαίνονται από 6 έως 12 κιλά, ανάλογα με το μέγεθος των σπόρων.
Λίπανση
Από τη στιγμή που αναφερόμαστε σε ένα ψυχανθές φυτό το οποίο δεσμεύει το άζωτο, δεν υπάρχει λόγος προσθήκης αζώτου.
Μπορεί να χρειαστεί να εμβολιάσουμε το έδαφος του χωραφιού με τα απαραίτητα αζωτοδεσμευτικά βακτήρια. Επίσης, το κάλιο συνήθως δεν είναι και αυτό απαραίτητο, εκτός και αν η εδαφοανάλυση μας δείξει το αντίθετο και τέλος ο φώσφορος είναι το στοιχείο του οποίου η προσθήκη είναι απαραίτητη, περίπου 2,5-6kg P2O5/στρ. (πάντα όμως θα πρέπει να έχει προηγηθεί η κατάλληλη εδαφοανάλυση).
Εποχή συγκομιδής
Η συγκομιδή των φυτών γίνεται 60-80 μέρες μετά τη σπορά. Στις αναρριχώμενες ποικιλίες η συγκομιδή γίνεται 1-2 μήνες και συγκομίζονται οι καρποί κάθε 4-5 μέρες από την τελευταία συγκομιδή.
Καλλιεργητικές απαιτήσεις
Εν ολίγοις, η φροντίδα του μπιζελιού απαιτεί:
• εδάφη με καλή αποστράγγιση και πλούσια σε οργανική ουσία
• θερμοκρασίες φύτευσης 10-18οC, αντοχή του φυτού έως και τους 0 οC
• τακτική και ισορροπημένη άρδευση χωρίς να κάνουμε υπερβολές ειδικά κατά την άνθηση
• pH εδάφους κοντά στο 5,8-6,8
Φυτοπροστασία
Κάποιες από τις σημαντικότερες ασθένειες και σημαντικότερους εχθρούς, αναφέρονται παρακάτω:
Εχθροί
• Acyrthosiphon pisum. (Αφίδα των μπιζελιών):
Οι αφίδες προτιμούν να τρέφονται στην κάτω επιφάνεια των νεαρών και τρυφερών φύλλων, αλλά μετακινούνται και στο υπόλοιπο φυτό σε συνθήκες υψηλού πληθυσμού. Μυζούν τους φυτικούς χυμούς με αποτέλεσμα την εξασθένιση του φυτού που οδηγεί σε μαρασμό και μερικές φορές σε ξήρανση του φυτού.
Εκκρίνουν μελιτώδη αποχωρήματα που λερώνουν τα φυτά μειώνοντας την φωτοσυνθετική τους ικανότητα και πάνω τους αναπτύσσονται μύκητες της καπνιάς υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγή. Είναι επίσης, αποτελεσματικοί φορείς ιώσεων.
• Apion pisi (Άπιο του μπιζελιού):
Η ζημιά προκαλείται από την τροφική δραστηριότητα των προνυμφών που τρέφονται με το εσωτερικό των ανθοφόρων οφθαλμών προκαλώντας καθυστέρηση στην ανάπτυξη των φυτών. Τα ενήλικα τρέφονται με το φύλλωμα προκαλώντας μικρές τρύπες στα τρυφερά φύλλα.
• Hypera postica (Φυτονόμος του τριφυλλιού):
Η ζημιά προκαλείται κυρίως από τις προνύμφες αλλά και τα ενήλικα που τρέφονται με το έλασμα των φύλλων αφήνοντας ανέπαφα τα νεύρα. Τα φύλλα κιτρινίζουν και ξηραίνονται. Έντονη προσβολή μπορεί να οδηγήσει σε αφανισμό της καλλιέργειας.
• Sitona spp. (Σιτόνα):
Τα ενήλικα άτομα τρέφονται με τα φύλλα (περιμετρικά των φύλλων σε σχήμα U), ενώ οι προνύμφες με τις ρίζες των φυτών. Γενικά οι ζημιές που προκαλούνται είναι μικρές, σε έντονη προσβολή, όμως, προκαλείται σκελετοποίηση των φυτών, τα οποία παραμένουν καχεκτικά και νάνα.
Ασθένειες
• Ascochyta pinodes (Ασκοχύτωση):
Το παθογόνο προκαλεί στα φύλλα αρχικά μικρές, κυκλικές, ιώδεις κηλίδες που αργότερα μεγαλώνουν και γίνονται καστανές. Στα στελέχη και τους λοβούς εμφανίζονται παρόμοιες κηλίδες αλλά επιμήκεις και βυθισμένες που ενώνονται, με αποτέλεσμα την ξήρανση του φυτού. Οι προσβεβλημένοι σπόροι συρρικνώνονται και τα φυτάρια που θα προκύψουν εμφανίζουν σήψη στο λαιμό.
• Ascochyta pisi (Ασκοχύτωση):
Το παθογόνο προκαλεί το σχηματισμό κυκλικών, καστανών, βυθισμένων κηλίδων με σκουρότερη περιφέρεια στα φύλλα και στους λοβούς. Πάνω στις κηλίδες σχηματίζονται μικρά μαύρα πυκνίδια του μύκητα. Στους μίσχους και τα στελέχη σχηματίζονται παρόμοιες, αλλά επιμήκεις κηλίδες. Τα προσβεβλημένα φυτά εμφανίζουν προ- και μεταφυτρωτικές τήξεις, νανισμό, ενώ προσβολή των λοβών οδηγεί σε ατροφία των σπόρων.
• Erysiphe betae, pisi (Ωίδιο):
Προσβάλλονται όλα τα υπέργεια μέρη του φυτού. Στην πάνω επιφάνεια των φύλλων σχηματίζονται αρχικά χλωρωτικές κηλίδες που αργότερα καλύπτονται από λευκή αλευρώδη εξάνθηση που αποτελείται από το μυκήλιο και τα σπόρια του μύκητα. Οι προσβεβλημένοι ιστοί νεκρώνονται, τα φύλλα ξηραίνονται και πέφτουν και τα φυτά παραμένουν καχεκτικά και νάνα.
• Rizoctonia solani (Περονόσπορος):
Πρόκειται για ασθένεια που οφείλεται σε φυκομύκητα εδάφους και προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού που έρχονται σε άμεση (λαιμός, ρίζες) ή έμμεση επαφή με το έδαφος σε υπαίθριες καλλιέργειες και στα θερμοκήπια. Αν και η ασθένεια είναι συχνή συνήθως προσβάλλονται λίγα φυτά σποραδικά στη σειρά και σπάνια οι προσβολές είναι καθολικές.
Οι σπόροι, οι ρίζες και ο νεαρός βλαστός εμφανίζουν μαλακή σήψη και «λιώνουν», ενώ σε μεγαλύτερα φυτά εμφανίζεται έλκος στο λαιμό. Τα νεαρά φυτάρια καταρρέουν και ξηραίνονται λίγο πριν ή μόλις βγουν από το έδαφος. Σε μικρής ηλικίας φυτά ο μύκητας προσβάλει το λαιμό προκαλώντας υδαρείς, μαλακές κηλίδες, οι ιστοί καταρρέουν και τα φυτά πεθαίνουν.
Στα μεγαλύτερης ηλικίας φυτά το παθογόνο περιορίζεται στους εξωτερικούς ιστούς του φλοιώματος προκαλώντας επιμήκεις κηλίδες κόκκινο-καφέ χρώματος. Προοδευτικά οι κηλίδες μεγαλώνουν και συνενώνονται περιβάλλοντας το βλαστό και τελικά το φυτό πεθαίνει.
Ο μύκητας προσβάλει και τις ρίζες των φυτών, στο σημείο ακριβώς κάτω από τη γραμμή του εδάφους, όπου εμφανίζονται κόκκινο-καφέ κηλίδες που αυξάνουν σε αριθμό και σε μέγεθος και επεκτείνονται σε όλες τις ρίζες.
• Pythium spp. (Πύθιο):
Πρόκειται για ασθένεια που προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού που έρχονται σε άμεση ή έμμεση επαφή με το έδαφος σε υπαίθριες καλλιέργειες και στα θερμοκήπια. Αν και η ασθένεια είναι συχνή συνήθως προσβάλλονται λίγα φυτά σποραδικά στη σειρά και σπάνια οι προσβολές είναι καθολικές. Οι σπόροι, οι ρίζες και ο νεαρός βλαστός εμφανίζουν μαλακή σήψη και «λιώνουν», ενώ σε μεγαλύτερα φυτά εμφανίζεται έλκος στο λαιμό. Τα νεαρά φυτά καταρρέουν και ξηραίνονται.
• Pseudomonas pisi (Βακτηρίωση):
Τα νεαρά φυτάρια που προέρχονται από μολυσμένο σπόρο ξηραίνονται και πεθαίνουν πρόωρα. Στα μεγαλύτερης ηλικίας φυτά, στα φύλλα σχηματίζονται μικρές, υδαρείς, σκούρες πράσινες κηλίδες που αργότερα μεγαλώνουν και συνενώνονται αλλά περιορίζονται από τα νεύρα. Προοδευτικά οι προσβεβλημένοι ιστοί κιτρινίζουν και τελικά παίρνουν ένα καφέ χρώμα και ξηραίνονται. Στα στελέχη, κοντά στο επίπεδο του εδάφους, εμφανίζονται επιμήκεις, υδαρείς κηλίδες που αρχικά έχουν πράσινο χρώμα αλλά αργότερα ενώνονται, γίνονται καφέ και επεκτείνονται κατά μήκος του στελέχους. Τα στελέχη παραμορφώνονται και ξηραίνονται.
Τα προσβεβλημένα άνθη γίνονται καφέ και πέφτουν, ενώ στους λοβούς σχηματίζονται πράσινες, στρογγυλές κηλίδες με ελαφρώς βυθισμένο κέντρο που προοδευτικά σκουραίνουν και νεκρώνονται. Από τους προσβεβλημένους λοβούς εξέρχεται βακτηριακό έκκριμα που έρχεται σε επαφή με τους σπόρους, οι οποίοι μολύνονται και παίρνουν ένα υποκίτρινο χρώμα.
• Pea seedborn mosaic virus (PSBMV) (Ιός του μωσαϊκού του μπιζελιού)):
Προκαλεί ελαφριά χλώρωση και νανισμό, λέπτυνση και καρούλιασμα των φύλλων προς τα κάτω, διαφανή και διεσταλμένα νεύρα και παραμόρφωση της κορυφής. Τα προσβεβλημένα φυτά δίνουν μειωμένη παραγωγή λοβών και σπόρους με σχισμένη επιφάνεια. Η συμπτωματολογία επηρεάζεται από την ποικιλία και την ηλικία των φυτών, τη φυλή του ιού και τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ έχει αναφερθεί η παρουσία του ιού σε φυτά που προέρχονταν από μολυσμένο σπόρο, χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα (λανθάνουσα μόλυνση).