Η λατζιά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σταθερότητα του εδάφους καθώς συντελεί στη μείωση της διάβρωσης του εδάφους. Παράλληλα, είναι ανθεκτικό στη ξηρασία και έχει προσαρμοστεί στο μεσογειακό κλίμα. Ένα ξεχωριστό γνώρισμα του είδους είναι η διχρωμία των φύλλων του, με την επάνω επιφάνεια να είναι λεία και σκούρου πράσινου χρώματος, ενώ η κάτω επιφάνεια, καλυμμένη με τρίχες, εμφανίζεται χρυσαφί στα νεαρά φύλλα και καφέ στα ώριμα. Γνωστό και ως χρυσή βελανιδιά, αποτελεί το εθνικό φυτό της Κύπρου.
Ερευνητές εξέτασαν τη φυτοχημική σύσταση και τις βιοδιεγερτικές ιδιότητες των νεαρών και ώριμων φύλλων του φυτού Q. alnifolia, διερευνώντας τις μεταβολές που παρατηρούνται ανάλογα με τη περιοχή και την εποχή συγκομιδής (Άνοιξη, Καλοκαίρι, Χειμώνας). Συγκεκριμένα οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν κατά τους μήνες Μάιο-Απρίλιο, Αύγουστο-Σεπτέμβριο και Ιανουάριο-Φεβρουάριο του έτους 2021, από τρεις περιοχές του νησιού με διαφορετικό υψόμετρο (Κιόνια 1.300 μ., Πλάτρες 1.700 μ., Τρίπυλος 1.200 μ.). Από κάθε περιοχή συλλέχθηκαν νεαρά και ώριμα φύλλα από 6 φυτά, τα οποία στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε μορφολογικό και φυτοχημικό χαρακτηρισμό. Στόχος ήταν ο προσδιορισμός των διαφορών μεταξύ ποικιλιών ή πληθυσμών του ίδιου είδους, η προσαρμοστική ικανότητα του φυτού στις περιβαλλοντικές συνθήκες αλλά οι πιθανές εφαρμογές στη γεωργία.
Η φυτοχημική σύσταση των εκχυλισμάτων αναλύθηκε μέσω ποσοτικού προσδιορισμού των ολικών φαινολικών, φλαβονοειδών και συμπυκνωμένων ταννινών, ενώ παράλληλα αξιολογήθηκε η in-vitro αντιοξειδωτική τους ικανότητα. Στη συνέχεια, επιλεγμένα εκχυλίσματα εφαρμόστηκαν σε θρεπτικό υπόστρωμα ανάπτυξης του φυτού A. thaliana σε διάφορες συγκεντρώσεις, προκειμένου να εξεταστεί η επίδρασή τους στην ανάπτυξη του φυτού, καθώς και στην απόκρισή του υπό συνθήκες ωσμωτικής καταπόνησης (αλατότητα).
Τα αποτελέσματα της φυτοχημικής ανάλυσης έδειξαν ότι η ηλικία του φύλλου αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που διαμορφώνει τη φυτοχημική σύσταση, με δευτερεύοντες παράγοντες την εποχή και την περιοχή συγκομιδής. Τα νεαρά φύλλα παρουσίασαν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε φαινολικές και αντιοξειδωτικές ενώσεις σε σύγκριση με τα ώριμα φύλλα. Επίσης, η εποχή συγκομιδής φαίνεται να επηρεάζει τις συγκεντρώσεις των φλαβονοειδών και των ταννινών, με τις μέγιστες τιμές να εμφανίζονται κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες. Στη μελέτη των βιοδιεγερτικών ιδιοτήτων παρατηρήθηκε ότι εκχυλίσματα από νεαρά φύλλα, σε συγκεντρώσεις 10-100 μg/ml, βελτιώνουν σημαντικά τόσο την επιφάνεια της ροζέτας όσο και τη βιομάζα του φυτού, ανεξαρτήτως της παρουσίας ωσμωτικής καταπόνησης.
Συνοψίζοντας, τα αρχικά ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν τη σημασία των ενδημικών ειδών και την προοπτική αξιοποίησής τους ως φυσικών βιοδιεγερτών στη γεωργία.
Πηγές:
1. «Μελέτη της φυτοχημικής σύστασης και των βιοδιεγερτικών ιδιοτήτων εκχυλισμάτων από φύλλα του φυτού Quercus alnifolia » Α. Σπανός1, Ν. Νικολάου2, Κ. Νικηφόρου2, Μ. Κυριακού3, Ά. Κυρατζής3, Χ. Αντωνίου2, Β. Φωτόπουλος1, 1Τμήμα Γεωπονικών Επιστημών Βιοτεχνολογίας και Επιστήμης Τροφίμων, ΤΕΠΑΚ, Λεμεσός, Κύπρος, 2Ε.U.C Research Centre, Λευκωσία 2402, Κύπρος, 3Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Λευκωσία 1516, Κύπρος. 31ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας της Επιστήμης των Οπωροκηπευτικών (ΕΕΕΟ) Ηράκλειο Τόμος Περιλήψεων,2023. σελ. 56
2. «Contribution to the study of the plant diversity in communities with Quercus alnifolia in Cyprus» Ioannis Constantinou1, 2M. Panitsa 1German Centre for Integrative Biodiversity Research (iDiv) Halle-Jena-Leipzig, 2University of Patras, 2022.DOI:10.7320/FlMedit32.291