Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διατροφή του πληθυσμού της χώρας σε δύσκολες εποχές, η καλλιεργητική αξία της οποίας περιορίστηκε με την πάροδο του χρόνου αλλά σήμερα αρχίζει να ανακάμπτει καλλιεργητικά, μιας και τα παραγόμενα προϊόντα της διαθέτουν σημαντική εξαγωγική εμπορική δυναμική.
Η Χαρουπιά, ως παραγωγή καρπού και παράγωγων αυτού, φαίνεται να είναι προνόμιο της Μεσογειακής λεκάνης, μιας και η πρώτη δεκάδα παραγωγών χωρών είναι αυτής της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ αυτών και της Ελλάδας (στην τέταρτη θέση παγκοσμίως), βάσει στοιχείων του FAO.
Στη χώρα μας μπορεί να βρεθεί στις νοτιότερες και παραθαλάσσιες ηπειρωτικές περιοχές και νησιά (γενικά στη ζώνη καλλιέργειας των Εσπεριδοειδών) ως αυτοφυές ή καλλιεργούμενο, υπό τη μορφή μεμονωμένων δένδρων σε κήπους ή ως δενδροστοιχίες σε πάρκα, ενώ στην Κρήτη (αλλά και στην Κύπρο) εμφανίζονται συχνά και οργανωμένες συστηματικές καλλιέργειες. Στην Κρήτη υπάρχει επίσης και το χαρουπόδασος των Τριών Εκκλησιών, που συνιστά το μεγαλύτερο φυσικό δάσος Χαρουπιάς στην Ευρώπη.
Σχηματίζει μακρόβια δένδρα ύψους 10-13 μέτρων, πολύγαμα, μόνοικα ή συνηθέστερα δίοικα, με λεπτό, καστανόφαιο φλοιό και πυκνή κόμη, το σφαιρικό σχήμα της οποίας τονίζεται με την πάροδο των ετών, που εισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία από τον 6ο με 10ο χρόνο, με τάσεις παρενιαυτοφορίας (Φωτογραφία 1).
Φωτογραφία 1. Ενήλικο δένδρο Χαρουπιάς
Η Χαρουπιά καλλιεργείται πολύ εύκολα επειδή απαιτεί ελάχιστες ή και καθόλου καλλιεργητικές φροντίδες (όχι όμως ότι δεν ανταποκρίνεται θετικά π.χ. σε σκαλίσματα, χλωρές λιπάνσεις, κ.ά.). Μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλα σχεδόν τα εδάφη, εκτός από τα πολύ υγρά, σε ξηροθερμικές συνθήκες και σε εύκρατες περιοχές, χωρίς πολύ χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα (ζημιώνεται σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των -3 oC).
Τα φύλλα είναι σύνθετα, με 2-5 ζεύγη ωοειδών φυλλαρίων, σκληρά, πτερυγόνευρα, με πυκνή διάταξη που δημιουργούν ισχυρή σκίαση, γεγονός που επιτρέπει τη χρήση του δένδρου ως καλλωπιστικό σε πάρκα και πεζοδρόμια. Ανθίζει το φθινόπωρο και τα άνθη του είναι πράσινα, μικρά, απέταλα, εκπτύσσονται σε βοτρυοειδείς ταξιανθίες σε ξύλο προηγούμενων ετών και μπορεί να συνυπάρξουν με τον καρπό της προηγούμενης χρονιάς που ωριμάζει ανηρτημένος στο δένδρο.
Ο καρπός είναι χέδρωπας, πράσινου χρώματος ως άγουρος και καστανοκόκκινος όταν ωριμάσει το καλοκαίρι, τοξοειδής, επιμήκης σε διάφορους βαθμούς ανάλογα με την ποικιλία, σκληρός στο εξωτερικό του μέρος, περιέχων γλυκιά σάρκα και 5-16 σπέρματα (τα κεράτια), τα οποία είναι εντυπωσιακά παρόμοιου βάρους (0,189-0,205 γραμμάρια), γεγονός που οδήγησε στη βάσει αυτών ταξινόμηση του βάρους των πολύτιμων λίθων και μετάλλων, τα επονομαζόμενα καράτια των 0,2 γραμμαρίων (Φωτογραφία 2).
Φωτογραφία 2. Ώριμοι καρποί και σπέρματα Χαρουπιάς
Η Χαρουπιά χαρακτηρίζεται ως δασικό, γεωργικό, κοσμητικό και βιομηχανικό δένδρο. Από το ξύλο του δένδρου μπορούν να παραχθούν ξυλάνθρακες υψηλής ποιότητας και το καρδιόξυλό της χρησιμοποιούνταν παλαιότερα πολύ στην ξυλογλυπτική, την τορνευτική, τη βαρελοποιία, αλλά και την επιπλοποιία. Ο φλοιός και τα φύλλα της χρησιμοποιήθηκαν πολύ στη βυρσοδεψία και ως βαφή, ενώ από τον πυρήνα των καρπών παράγεται το “κόμμι”, ένα υποπροϊόν που χρησιμοποιείται και σήμερα στη βιομηχανία τροφίμων, στην παραγωγή φαρμάκων και καλλυντικών, στη χαρτοβιομηχανία, καθώς και σε άλλα προϊόντα όπως χρώματα, φωτογραφικά φιλμ, σπίρτα, μελάνες, συγκολλητικές γόμες, κ.ά. Επίσης χρησιμοποιείται ευρέως ως κοσμητικό δένδρο ή για λόγους βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος, σε πάρκα και πεζοδρόμια της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.
Τα χαρούπια συχνά χρησιμοποιούνται ως καλής ποιότητας ζωοτροφή, με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και υδατάνθρακες και χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, είτε αυτούσια, είτε ως μείγματα, αλεσμένα ή και ολόκληρα.
Η μεγάλη όμως σύγχρονη δυναμική της καλλιέργειας, είναι η χρήση των καρπών και των υποπροϊόντων αυτών, για διατροφική κατανάλωση από τους ανθρώπους, καθότι θεωρείται θρεπτικότατη τροφή, με θεραπευτικές ιδιότητες σε κάποιες περιπτώσεις. Έτσι αναφέρεται ότι ο καρπός περιέχει βιταμίνες Α, Β1, Β2, Β3, D και Ε, ασβέστιο, φυτικές ίνες, αμινοξέα, καθώς και πλήθος μετάλλων και ιχνοστοιχείων, βοηθά στην πέψη, στους βρεφικούς κοιλόπονους και παιδικές γαστρεντερίτιδες (περιέχει πικτίνη και λιγνίνη), δρα ευεργετικά σε διάρροιες, πονόλαιμους, βήχα και άσθμα, έχει αντιβακτηριδιακές και αντισηπτικές ιδιότητες (περιέχει πολυφαινόλες και τανίνες), κ.ά. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών γιατί η παραγόμενη αιθυλική αλκοόλη του είναι υψηλής ποιότητας. Το χαρουπάλευρο (προέρχεται κατόπιν ξήρανσης και άλεσης της σάρκας) είναι περιζήτητο στη βιομηχανία τροφίμων και μπορεί να παρασκευαστεί πλήθος αρτοσκευασμάτων. Η χαρουπόσκονη (προέρχεται από περεταίρω επεξεργασία της αλεσμένης σάρκας), είναι περιζήτητη στη ζαχαροπλαστική, μπορεί να αντικαταστήσει τη σκόνη κακάο ή καφέ (είναι γλυκιά, έχει τις μισές λιπαρές ουσίες και δεν περιέχει καφεΐνη). Το χαρουπόμελο (προέρχεται κατόπιν βρασμού του χαρουπιού), είναι υψηλής διατροφικής αξίας, χρησιμοποιείται στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική και συνδυάζει τη γλυκιά γεύση με την ευνοϊκή δράση σε βήχα και πονόλαιμο.
Η Χαρουπιά σήμερα έχει υποσχόμενη και με ανιούσα σημασία καλλιεργητική αξία για τις νότιες περιοχές της χώρας μας, μιας και η ζήτηση βιολογικών προϊόντων (νωπών ή μεταποιημένων), με υψηλή διατροφική και φαρμακευτική αξία, αυξάνεται γεωμετρικώς στις διεθνείς και εγχώριες αγορές. Επίσης πρόκειται περί σχετικά οικονομικής καλλιέργειας, μιας και δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε φυτοπροστασία, συνθήκες εδάφους και καλλιεργητικές φροντίδες.
Κάθε προσπάθεια συστηματικής καλλιέργειας της Χαρουπιάς όμως, θα πρέπει να γίνεται λελογισμένα και να επακολουθεί των διεργασιών διασφάλισης των τρόπων απορρόφησης της παραγωγής ή των παραγόμενων υποπροϊόντων, καθώς το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής δυναμικής της είναι προς το παρόν εξαγωγικής φύσεως.