Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες χρησιμοποιούνταν καλλιεργητικά ως υποκείμενο αχλαδιάς αλλά εγκαταλείφθηκε πλέον, λόγω του μεγάλου μεγέθους δένδρων που αποδίδει. Πρόκειται περί κοινού είδους της μεσογειακής και ελληνικής χλωρίδας, που συναντάται συνήθως σήμερα στις χαμηλότερες ζώνες των βουνών μας έως και τα 1500 μέτρα υψόμετρο, ως αυτοφυές.
Το δένδρο της Γκορτσιάς είναι ύψους συνήθως 3-5 μέτρων αλλά μπορεί να φτάσει και τα 10 μέτρα, με λογχοειδή ή αντωειδή φύλλα.
Ανθίζει την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, λίγο πριν ή ταυτόχρονα με την έκπτυξη των φύλλων και τα άνθη της είναι λευκά και φύονται κατά ομάδες (Φωτογραφία 1).
Φωτογραφία 1. Άνθη Γκορτσιάς
Οι καρποί της είναι μικρού μεγέθους και σφαιρικού έως πεπλατυσμένου σφαιρικού σχήματος, φέρουν μεγάλου μήκους ποδίσκο ανάρτησης στους κλάδους (Φωτογραφία 2), με συχνή παρουσία στρωμάτων λιθωδών κυττάρων στο εξωκάρπιο και το ενδοκάρπιο, γεγονός που δυσχεραίνει τη δυνατότητα βρώσης τους με ικανοποίηση αλλά και η γεύση τους, είναι ξινή και στυφή.
Ωστόσο τα παλαιότερα χρόνια οι άνθρωποι της υπαίθρου τους κατανάλωναν, αφού τους άφηναν να ωριμάσουν αρκετά ώστε να μαλακώσουν και να ανεβάσουν την περιεκτικότητά τους σε σάκχαρα. Επίσης έχουν χρησιμοποιηθεί και ως ζωοτροφή στη χοιροτροφία.
Φωτογραφία 2. Καρποί Γκορτσιάς.
Η Γκορτσιά σήμερα δεν έχει καμία καλλιεργητική αξία όπως προαναφέρθηκε, εκτός της περίπτωσης κάποιων περιοχών της χώρας όπου, στα πλαίσια της διατήρησης της βιοποικιλότητας και της αναβίωσης του ενδιαφέροντος για κάποια τοπικά προϊόντα, παρασκευάζονται σε περιορισμένες ποσότητες λικέρ, γλυκά του κουταλιού, πετιμέζι και άλλα προϊόντα από καρπούς Γκορτσιάς.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και η σπουδαιότητα του φυτού για τη μελισσοκομία, λόγω της πρώιμης ανθοφορίας με πλούσια σε νέκταρ και γύρη άνθη, καθώς και η συμβολή στη διατροφή της άγριας πανίδας ή ακόμη και σε οικόσιτα εκτρεφόμενα ζώα.
Επίσης, το δένδρο της Γκορτσιάς παρέχει πολύ σκληρή ξυλεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη λεπτοξυλουργική.