Η ελιά, ως μεσογειακό είδος, μπορεί να επιβιώσει και να παράγει χωρίς άρδευση ως ξηρική καλλιέργεια σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Όταν όμως τίθενται υψηλοί παραγωγικοί στόχοι ιδιαίτερα σε ένα πλαίσιο έντονων διακυμάνσεων των καιρικών παραμέτρων όπως καταγράφεται τα τελευταία έτη και προβλέπεται για το μέλλον, η ανάγκη για άρδευση είναι επιτακτική. Τυπικά, άρδευση σε παραγωγικούς ελαιώνες χρειάζεται όταν η ετήσια βροχόπτωση είναι μικρότερη από 400 mm, σε φτωχά εδάφη με μικρή ικανότητα συγκράτησης νερού, σε πρόσφατα εγκατεστημένους ελαιώνες και σε συστήματα πυκνής φύτευσης. Επίσημα στοιχεία σχετικά με την αναμενόμενη αρδευτική περίοδο και τις εκτιμώμενες ανάγκες των ελαιώνων σε νερό στα υδατικά διαμερίσματα της χώρας μας παρέχονται από μία σχετικά παλαιά απόφαση του ΥΠΑΑΤ. Σχετικές πληροφορίες παρέχονται και σε ορισμένα σχέδια διαχείρισης υδάτων των υδατικών διαμερισμάτων της χώρας μας.
Προγραμματισμός αρδεύσεων
Η υφή του εδάφους εξαρτάται από την περιεκτικότητά του σε άργιλο, ιλύ και άμμο, η περιεχόμενη σε αυτό οργανική ουσία, το βάθος του, ο βαθμός συμπίεσης και η κλίση της επιφάνειάς του παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ικανότητά του να απορροφά, να συγκρατεί και να διαθέτει νερό στις καλλιέργειες. Στο πλαίσιο της άρδευσης το γενικό ζητούμενο είναι η διατήρηση της εδαφικής υγρασίας μεταξύ δύο ορίων, της υδατοϊκανότητας (η εδαφική υγρασία που μπορεί να συγκρατήσει το έδαφος υπερνικώντας τη βαρύτητα) και του σημείου μάρανσης (υπάρχει εδαφική υγρασία αλλά το φυτό δεν μπορεί να το απορροφήσει). Αυτά καθορίζουν τη διαθέσιμη υγρασία. Ένα τρίτο όριο, ο κορεσμός, υποδηλώνει τη μέγιστη ποσότητα νερού που μπορεί να δεχθεί το έδαφος όταν όλοι οι πόροι του είναι γεμάτοι με νερό. Για παράδειγμα, σε ένα πηλώδες έδαφος (έδαφος μέσης σύστασης), η υδατοϊκανότητα και το σημείο μάρανσης αναμένεται να είναι στα επίπεδα του 30% και 10% κατ’ όγκο εδάφους αντίστοιχα και έτσι προκύπτει διαθέσιμη υγρασία 20% κατ’ όγκο. Η ελιά προσλαμβάνει γενικά εύκολα νερό από το έδαφος όταν δεν έχει καταναλωθεί περισσότερο από το 65% της διαθέσιμης υγρασίας σε αυτό (εύκολα διαθέσιμο νερό). Στο πηλώδες έδαφος που αναφέρθηκε, αυτό σημαίνει ότι όσο η εδαφική υγρασία βρίσκεται μεταξύ του 17% και του 30% κατ’ όγκο, η καλλιέργεια μπορεί να προσλαμβάνει εύκολα νερό. Η καλλιέργεια καταναλώνει νερό ανάλογα με την ηλικία, το βάθος ριζοστρώματος, τη διαμόρφωση, τις καιρικές συνθήκες, τη φυσιολογική της κατάσταση και τη διαθεσιμότητα νερού στο έδαφος. Σήμερα, το γενικά αποδεκτό πρότυπο για την εκτίμηση αναγκών καλλιεργειών –και της ελιάς– σε νερό είναι η αναφορά 56 του FAO (1998). Λόγω της κατανάλωσης, η εδαφική υγρασία μειώνεται σταδιακά και εάν δεν προκύψει ικανή βροχόπτωση, τυπικά, όταν καταναλωθεί το εύκολα διαθέσιμο νερό, συστήνεται να γίνει άρδευση. Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή του νερού τις βραδινές ή πολύ πρωινές ώρες συντελεί στη μείωση των απωλειών λόγω εξάτμισης.
Η εμπειρία του παραγωγού όσον αφορά την αντίληψη της εδαφικής υγρασίας και της κατάστασης του φυτού μπορεί να στηρίξει αποφάσεις σχετικά με το πότε χρειάζεται άρδευση. Εκτός αυτού η χρήση αισθητήρων υδατικού δυναμικού εδάφους (π.χ. τασίμετρα), ηλεκτρονικών υγρασιόμετρων (π.χ. διηλεκτρικοί αισθητήρες) ή άλλων πιο εξελιγμένων οργάνων που μετρούν σε επαφή ή από απόσταση αντιδράσεις των δένδρων, μπορεί να παρέχει ισχυρή τεκμηρίωση σχετικά με τις αποφάσεις για άρδευση. Η τοποθέτηση αισθητήρων στον αγρό πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη το κόστος, την αξιοπιστία των μετρήσεων, τις ανάγκες για συντήρηση και την ασφάλεια του εξοπλισμού.
Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας για την περίοδο από μέσα Ιουνίου έως και Σεπτέμβριο το πιο πιθανό είναι να χρειάζονται αρδεύσεις για την πλήρη κάλυψη των υδατικών αναγκών της καλλιέργειας, ενώ από τα μέσα φθινοπώρου έως και τα μέσα της άνοιξης είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι ανάγκες αυτές θα καλυφθούν από τις βροχοπτώσεις. Σύμφωνα με τους δενδροκόμους, κρίσιμες περίοδοι για την ελιά όσον αφορά την εδαφική υγρασία είναι: α) η περίοδος της διαμόρφωσης των οφθαλμών, β) η περίοδος άνθισης και καρπόδεσης και γ) η περίοδος σκλήρυνσης του πυρήνα και ταχείας αύξησης του καρπού.
Όταν η διαθεσιμότητα νερού στο έδαφος είναι μειωμένη, τα φυτά προσπαθούν να ελαττώσουν τον ρυθμό διαπνοής κλείνοντας βαθμιαία τα στομάτια (βρίσκονται κατά κύριο λόγο στα φύλλα), συστρέφοντας τα φύλλα κ.ο.κ. Επειδή όμως μέσω των στοματίων εισέρχεται στα φυτά CO2 από την ατμόσφαιρα, το κλείσιμό τους συνεπάγεται μείωση του ρυθμού φωτοσύνθεσης και παραγωγής βιομάζας. Από την άλλη πλευρά, η υπερβολική υγρασία στο έδαφος (λόγω βροχής ή/και άρδευσης), δηλαδή η διατήρηση της υγρασίας πάνω από την υδατοϊκανότητα και έως τον κορεσμό, έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη αέρα στο έδαφος, κατάσταση που με τη σειρά της οδηγεί σε αλλαγές στον μεταβολισμό των ριζών. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει το νερό να λιμνάζει στον ελαιώνα. Στα ελαιόδενδρα που αναπτύσσονται υπό συνθήκες υπερβολικής εδαφικής υγρασίας μπορεί να παρουσιαστεί μικρό μέγεθος δένδρων, πολυάριθμοι λεπτοί κλαδίσκοι, μικρά και κιτρινοπράσινα φύλλα, φυλλόπτωση, μικρή απόδοση και πρόωρη ωρίμανση των καρπών έως και ξήρανση των δένδρων. Για να λυθούν τέτοια προβλήματα μπορεί να απαιτηθεί η διαμόρφωση συστήματος αποστράγγισης.
Συλλογικά συστήματα παροχής συμβουλών άρδευσης
Πέρα από τη χρήση αισθητήρων μέτρησης υγρασίας, καλά αποτελέσματα προσφέρουν τα συλλογικά συστήματα παροχής συμβουλών άρδευσης. Στην Ελλάδα πρωτοπόρο στον τομέα αυτό υπήρξε το Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελιάς στην Κρήτη, ενώ στην εποχή μας εφαρμόζονται σχετικά συστήματα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Τα συστήματα αυτά συλλέγουν πληροφορίες από δίκτυα αγρο-μετεωρολογικών σταθμών και εφαρμόζουν μαθηματικά μοντέλα με βάση τα οποία μπορούν να εκτιμούν τις καιρικές συνθήκες σε κάθε σημείο της περιοχής εφαρμογής. Στη συνέχεια, με τη χρήση ειδικών παραμέτρων σχετικά με το έδαφος, την καλλιέργεια, το σύστημα άρδευσης, τα αρδευτικά γεγονότα κ.ο.κ. για κάθε αγροτεμάχιο, μπορούν επί τη βάση ισοζυγίου νερού να παράγουν συμβουλές σχετικά με την ανάγκη άρδευσης. Στο όλο πλαίσιο λαμβάνεται υπόψη και η πρόγνωση του καιρού ώστε να αποφεύγονται άσκοπες αρδεύσεις. Κάποια από τα συστήματα αυτά απαιτούν και την εγκατάσταση αισθητήρων στον ελαιώνα, ενώ σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις αξιοποιούνται και δορυφορικές εικόνες. Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι τέτοια συστήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χωρίς αξιολόγηση και ερμηνεία των συμβουλών από γεωπόνους και έμπειρους χρήστες τους.
Σύστημα άρδευσης
Το σύστημα άρδευσης πρέπει να επιλέγεται με βάση το κόστος και την αποτελεσματικότητα χρήσης του νερού, την επίδραση στη διάβρωση του εδάφους, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις στην εξάπλωση ασθενειών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ορθή διαμόρφωση του εδάφους ώστε να μπορεί να αποθηκεύει περισσότερο νερό βροχής αποτελεί μία καλή πρακτική. Τα συστήματα μικρο-άρδευσης (ή τοπικής άρδευσης) αποτελούν την κύρια επιλογή στις ημέρες μας.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της μικρο-άρδευσης είναι:
α) διαβροχή τμήματος του ελαιώνα (πρακτικά ίση με την έκταση της κατακόρυφης προβολής της κόμης των δένδρων στο έδαφος) και
β) υψηλή αποτελεσματικότητα εφαρμογής (έως και το 90% του παρεχόμενου νερού μπορεί δυνητικά να είναι τελικά διαθέσιμο στα δένδρα). Ένα τυπικό τέτοιο σύστημα αποτελείται από την υδροληψία, την κεφαλή, τους αγωγούς μεταφοράς και τους αγωγούς εφαρμογής πάνω στους οποίους συνδέονται οι έξοδοι (σταλάκτες ή μικρο-εκτοξευτήρες [μπεκάκια]).
Σε πολλές περιπτώσεις οι αγωγοί εφαρμογής έχει επικρατήσει να τοποθετούνται σε ύψος 1,5-2 m από το έδαφος με στήριξη πάνω στα δένδρα με σκοπό να μην εμποδίζουν τις καλλιεργητικές εργασίες. Οι μικροεκτοξευτήρες έχουν τυπικές παροχές από 60 έως 300 L/h, ενώ οι σταλάκτες συνήθως έως 12 L/h. Ειδική περίπτωση συνδυασμού αγωγού εφαρμογής και εξόδων είναι οι σταλακτηφόροι αγωγοί. Ακόμη, σε ένα σύστημα θα χρειαστούν βάνες (κεντρικές αλλά και στάσεων), μειωτές πίεσης, αεροβαλβίδες, βάνες κένωσης κ.ο.κ.
Οι μικρο-εκτοξευτήρες μπορεί να προκαλέσουν αύξηση της σχετικής υγρασίας του αέρα στην περιοχή του ελαιώνα, ενώ συνήθως διαβρέχουν και τους κορμούς των δένδρων, εντείνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης μυκητολογικών ασθενειών (π.χ. κυκλοκόνιο) αλλά και προσβολής των καρπών από έντομα όπως ο δάκος.
Στην ίδια λογική, αλλά και για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη χρήση νερού, γίνεται και εγκατάσταση υπόγειων συστημάτων μικρο-άρδευσης τα οποία, παρά την επιφυλακτικότητα που δημιουργούν στους παραγωγούς λόγω του ότι δεν βλέπουν το σύστημα, αν τα σχεδιάσουν, τα εγκαταστήσουν και τα διαχειρισθούν σωστά, μπορούν να έχουν εντυπωσιακά θετικά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, κατά τα πρώτα 2-3 έτη μετά τη φύτευση το υπόγειο σύστημα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό.
Τα συστήματα μικρο-άρδευσης επιτρέπουν και την εφαρμογή λίπανσης μέσω αυτών (υδρολίπανση). Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει ευκολότερη λίπανση σε όσες δόσεις απαιτείται ώστε να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της λίπανσης και να επιτυγχάνεται προστασία του περιβάλλοντος.
Σε κάθε περίπτωση το σύστημα πρέπει να σχεδιάζεται και να εγκαθίσταται από εξειδικευμένους τεχνικούς. Μετά την εγκατάσταση, συστήνεται να γίνεται ένας έλεγχος ομοιομορφίας παροχής νερού από τις εξόδους και με βάση τα αποτελέσματα να γίνονται οι απαιτούμενες τελικές ρυθμίσεις. Ακόμη, πρέπει σε ετήσια βάση να γίνεται επιθεώρηση και συντήρηση του συστήματος (έλεγχος βαλβίδων, καθαρισμός φίλτρων, αποκατάσταση ζημιών, απομάκρυνση αλάτων από εξόδους κ.ο.κ.).
Ποιότητα νερού και εναλλακτικές πηγές νερού
Το κατά πόσο το νερό είναι κατάλληλο για άρδευση καθορίζεται από την οξύτητα (pH), την περιεκτικότητα σε άλατα και τη φύση των αλάτων. Σύμφωνα με τον FAO, τα ανεκτά όρια για το pH είναι μεταξύ 6,5 και 8,4. Νερό ηλεκτρικής αγωγιμότητας (EC) <0,7 dS/m δεν έχει καμία αρνητική επίδραση στις καλλιέργειες, από 0,7 έως 3 έχει ελαφριά έως μέση, ενώ πάνω από 3 είναι σημαντική. Η ελιά μπορεί να αρδεύεται ακόμη και με νερό με EC της τάξης των 5 dS/m, ανάλογα με τα άλατα που περιλαμβάνονται στο νερό, τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και την ποικιλία. Σύμφωνα με μελέτες οι ποικιλίες Καλαμών, Λιανολιά Κέρκυρας, Μεγαρείτικη και Κοθρέικη θεωρούνται πιο ανθεκτικές στην αλατότητα του νερού, ενώ η Θρουμπολιά, το Αγουρομάνακο και η Χονδρολιά Χαλκιδικής πιο ευαίσθητες. Η άρδευση με αλατούχο νερό απαιτεί αύξηση της δόσης άρδευσης ή/και περιοδικές αρδεύσεις με μεγάλες ποσότητες νερού για ξέπλυμα των αλάτων. Τέτοιες αρδεύσεις μπορεί να αποφευχθούν αν υπάρχουν ικανοποιητικές βροχοπτώσεις σε επίπεδο έτους. Χρήση νερού με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα δημιουργεί επιπλέον απαιτήσεις και στη συντήρηση του αρδευτικού συστήματος λόγω του ότι άλατα αποτίθενται στις εξόδους με αποτέλεσμα αυτές να βουλώνουν. Ανάλογα με το είδος των αλάτων επιλέγεται και το όξινο διάλυμα με το οποίο αυτά θα απομα-κρυνθούν και το οποίο είτε εφαρμόζεται μέσω υδρολιπαντήρα είτε εμβάπτιζονται σε αυτό οι μικροεκτοξευτήρες. Η αύξηση της οργανικής ουσίας βοηθά στη βελτίωση της δομής του εδάφους και μετριάζει τα ζητήματα που προκύπτουν από εφαρμογή αλατούχου νερού, ενώ θετική επίδραση προκαλεί και η εφαρμογή κατάλληλων λιπασμάτων.
Μέρος της λύσης για την αντιμετώπιση της μείωσης του διαθέσιμου νερού για άρδευση μπορεί να αποτελέσει η αξιοποίηση εναλλακτικών πηγών νερού υποβαθμισμένης ποιότητας (αλατούχα, επεξεργασμένα κ.ο.κ.). Η χρήση επεξεργασμένου νερού για άρδευση έχει μελετηθεί και για ελληνικές ποικιλίες ελιάς και επιτρέπεται στην Ελλάδα με βάση όσα αναφέρονται στη σχετική νομοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 2016, εκδόθηκε κοινή υπουργική απόφαση με την οποία επιτρέπεται η αξιοποίηση επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων ελαιουργείων με ελεγχόμενη εφαρμογή στο έδαφος (φερτάρδευση). Στις 12/2/2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το βασικό κείμενο για τη διαμόρφωση οδηγίας σχετικά με τη χρήση επεξεργασμένου νερού για άρδευση, κείμενο το οποίο σύντομα θα συζητηθεί και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πηγές: www.olivenews.gr
Ιωάννη Τσιρογιάννη, Γεωπόνος, Αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Νικολάου Μαλάμου, απόφοιτος του τμήματος Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων & Γεωργικής Μηχανικής του Γ.Π.Α. και εργάζεται ως Επίκουρος Καθηγητής στο τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας
Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Ελιά & Ελαιόλαδο”, τεύχος 88