Απαντάται ως αυτοφυές σε δάση σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα μπορεί να βρεθεί κυρίως στα δάση της Ηπείρου και της Μακεδονίας αλλά και σε σαφώς μικρότερη έκταση χαμηλότερα, όπως στην Φθιώτιδα και την Αττική. Επίσης καταλαμβάνει χώρους, υπό μορφή καλλωπιστικών δενδροστοιχιών, σε πολλά πάρκα της Ευρώπης και της Ελλάδας, μεταξύ αυτών και ο Εθνικός Κήπος στην Αθήνα.
Πρόκειται περί δένδρου που μπορεί να φτάσει τα 25 μέτρα ύψος, με μεγάλα, παλαμοειδή, πράσινα, οδοντωτά και σχεδόν λεία φύλλα, που παρέχουν ευχάριστη και δροσερή σκιά κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Ανθίζει το διάστημα Απριλίου-Μαΐου και δημιουργεί πανέμορφες ομάδες ανθέων (βότρυες), λευκού έως ροζ χρώματος, με μήκος από 10 έως 30 εκατοστά (Φωτογραφία 1).
Φωτογραφία 1. Άνθη Ιπποκαστανέας.
Ο καρπός της μοιάζει με αυτόν της καλλιεργούμενης ευρωπαϊκής καστανιάς (Castanea sativa Mill., Οικογένεια: Fagaceae) αλλά είναι διαφορετικού σχήματος, μεγαλύτερου μεγέθους και δεν είναι εδώδιμος (Φωτογραφία 2). Η κάψα του είναι εχινόμορφος, με σαφώς μικρότερους άκανθες από αυτόν της καλλιεργούμενης καστανιάς, και φιλοξενεί συνήθως έναν καρπό και σπανιότερα δύο.
Φωτογραφία 2. Κάψα και καρπός Ιπποκαστανέας.
Το δένδρο σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για καλλωπιστικούς σκοπούς και λόγους αναψυχής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Παλαιότερα έβρισκε πολλές φαρμακευτικές χρήσεις. Από το φλοιό της και τους καρπούς παράγονταν προϊόντα που βοηθούσαν στις φλεβίτιδες, τις αιμορροΐδες, τις εκχυμώσεις, τους κιρσούς και γενικότερα στην ανακούφιση των συμπτωμάτων από φλεβική ανεπάρκεια. Η ονομασία Ιπποκαστανέα άλλωστε, προέρχεται από τη χρήση της για φαρμακευτικούς λόγους στα άλογα, για την ανακούφισή τους από κολικούς.