Στη χώρα μας μπορεί να βρεθεί ως καλλιεργούμενο υπό τη μορφή μεμονωμένων δένδρων σε κήπους ή ελαφρώς εντατικότερων καλλιεργειών, σε μικρά αγροτεμάχια στα ορεινά και ημιορεινά της βορείου Ελλάδας και της Ηπείρου ή ως αυτοφυές σε ορεινά δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και σε περιοχές όπως η Εύβοια ή η Κέρκυρα, μπορεί να βρεθεί ως αυτοφυές και το συγγενικό Cornus sanguineus L. (Αγριοκρανιά ή Μαυροβεργιά ή Μαυροβέργι ή Κρανιά η αιματόχροη) που είναι θαμνώδες είδος, χωρίς κάποια ιδιαίτερη οικονομική σημασία σήμερα.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο παρουσιάζει παραδοσιακό καλλιεργητικό ενδιαφέρον σε χώρες της βόρειας και της ανατολικής Ευρώπης (Σουηδία, Τσεχία, Πολωνία, Ρωσία, Λιθουανία, Ουκρανία, κ.ά.), καθώς και σε χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου (Αλβανία, Βοσνία & Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Σερβία, Τουρκία, κ.ά.) σε μεταγενέστερα χρόνια, κυρίως για την εκμετάλλευση των προϊόντων μεταποίησης του καρπού.
Σχηματίζει μακρόβια δένδρα ύψους έως 6 μέτρων, με εκτεταμένο και ισχυρό ριζικό σύστημα, ανθεκτικά σε πλήθος εδαφοκλιματικών αντιξοοτήτων (Φωτογραφία 1). Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ευρέως στην ξυλουργική το σκληρό της ξύλο (μάλιστα ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Δούρειος Ίππος ήταν κατασκευασμένος από ξύλο Κρανιάς).
Φωτογραφία 1. Ενήλικο δένδρο Κρανιάς.
Η καλλιέργεια της Κρανιάς μπορεί να χαρακτηριστεί ως υγρόφιλη, γι’ αυτό αναπτύσσεται καλύτερα σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές με αρκετές βροχοπτώσεις (μπορεί να χρειαστούν και κάποιες αρδεύσεις σε τυχόν εντατικές καλλιέργειες, ιδιαίτερα σε νεαρή ηλικία των δένδρων και υπό συνθηκών μακράς ξηρασίας). Το δένδρο μπορεί να αναπτυχθεί σε διάφορης σύστασης εδάφη αλλά σε υγρά, ελαφριά και τυρφώδη εδάφη δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση. Αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες έως -35 oC, αλλά επηρεάζεται αρνητικά από καύσωνες >40 oC. Είναι μακρόβιο δένδρο με οικονομική ζωή έως και τα 150 έτη. Δεν έχει σοβαρούς εχθρούς και ασθένειες και μπορεί εύκολα να καλλιεργηθεί βιολογικώς.
Τα φύλλα είναι πράσινα, ωοειδή, οξύληκτα και βραχύμισχα. Τα άνθη του είναι πολυάριθμα, κίτρινα και φύονται σε ταξιανθίες.
Ο καρπός είναι δρύπη, ελλειψοειδής έως στρόγγυλος, χρώματος απαλού κόκκινου στην αρχή έως βαθυκόκκινος κατά την πλήρη ωρίμανση, το Φθινόπωρο (Φωτογραφία 2).
Φωτογραφία 2. Καρποί Κρανιάς.
Η Κρανιά εκμεταλλεύεται ως αυτοφυής ή καλλιεργείται στη σύγχρονη εποχή, κυρίως για την εκμετάλλευση του καρπού της και την χρήση αυτού ως πρόσθετο σε άλλα προϊόντα. Ο καρπός εμπεριέχει αντιοξειδωτικές ουσίες, ιχνοστοιχεία, βιταμίνες (μεγάλες ποσότητες της C) και άλλες φαρμακευτικές ουσίες, γι’ αυτό καταναλώνεται είτε νωπός (αν και είναι ξινός), είτε κατεψυγμένος, είτε αποξηραμένος. Χρησιμοποιείται όμως και σε πολλά μεταποιημένα προϊόντα όπως μαρμελάδες, ζελέ, χυμούς, σιρόπια, τσάι, γιαούρτια, γλυκά, λικέρ, παγωτά, αρτοσκευάσματα, κ.ά. Χρησιμοποιείται επίσης και από τη φαρμακοβιομηχανία ως φυσικό, βιολογικό πρόσθετο, μεγάλης φαρμακευτικής αξίας, πλούσιο σε πολυφαινόλες και ανθοκυάνες.
Η Κρανιά σήμερα έχει περιορισμένη αλλά υποσχόμενη καλλιεργητική αξία για τη χώρα μας, μιας και η ζήτηση βιολογικών προϊόντων (νωπών ή μεταποιημένων), με υψηλή διατροφική και φαρμακευτική αξία, αυξάνεται γεωμετρικώς στις διεθνείς και εγχώριες αγορές. Επίσης πρόκειται περί σχετικά οικονομικής καλλιέργειας (δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε φυτοπροστασία, εδαφοκλιματικές συνθήκες και λίπανση), που μπορεί να εκμεταλλευτεί και αγροτεμάχια ορεινών περιοχών όπου δεν μπορούν να αποδώσουν εύκολα άλλες καλλιέργειες.
Κάθε προσπάθεια καλλιέργειας της Κρανιάς όμως θα πρέπει να επακολουθεί των διεργασιών διασφάλισης των τρόπων απορρόφησης της παραγωγής.