Οι χειρισμοί επομένως, του παραγωγού (ποτίσματα, ανασχετικά κ.α.) πρέπει να έχουν στόχο την επίτευξη αυτής της ισορροπίας.
Έτσι, σε χωράφια που ξέρουμε από άλλες χρονιές ότι το βαμβάκι παίρνει υπερβολικό ύψος, ή βλέπουμε από την εμφάνιση του (ανοιχτό πράσινο χρώμα, τρυφερή κορυφή), ότι έχει τάση για υπερβολική ανάπτυξη, ο έγκαιρος έλεγχος του ύψους, με ρυθμιστές ανάπτυξης, αποτελεί την πιο κρίσιμη επέμβαση.
Γιατί αν τα φυτά αφεθούν, θα οδηγηθούν σε μεγάλη βλαστική ανάπτυξη, με μειωμένη καρποφορία και σοβαρή οψίμηση της παραγωγής.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υπερβολική ανάπτυξη σε ύψος, αλλά και των πλάγιων διακλαδώσεων οδηγεί σε «κλείσιμο» μεταξύ των γραμμών, το φως και ο αέρας δεν μπορούν να διεισδύσουν και τα λίγα καρύδια που θα «δέσουν» αργούν να ανοίξουν, ενώ πολλά δεν ανοίγουν ποτέ.
Πολλές φορές ακόμα και τα ανοιχτά καρύδια σαπίζουν, μέσα στις συνθήκες υπερβολικής υγρασίας και έλλειψης αερισμού που επικρατούν σ’αυτές τις φυτείες, το φθινόπωρο.
Για την επιτυχία λοιπόν αυτής της επέμβασης, το κρίσιμο σημείο είναι ο έγκαιρος ψεκασμός.
Νωρίς, όταν τα φυτά έχουν ύψος 40 εκ. περίπου (αναφερόμαστε πάντα σε χωράφια με ιστορικό υπερβολικής ανάπτυξης), επεμβαίνουμε με μικρή δόση ανασχετικού 25-50 κ.εκ./ στρέμμα (PIX και παρόμοια) και ανάλογα με τις συνθήκες που θα ακολουθήσουν, επαναλαμβάνουμε τον ψεκασμό με την ίδια ή λίγο μεγαλύτερη δόση (συνήθως μετά από 10 ημέρες περίπου). Σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και τρίτη επέμβαση.
Με τον χειρισμό αυτό:
► ελέγχουμε από νωρίς την τάση για βλαστική ανάπτυξη,
► στρέφουμε τα φυτά σε καρποφορία και
► διασφαλίζουμε την επιθυμητή ισορροπία.
Πετυχαίνουμε έτσι και αυτό που επιδιώκουμε αλλά και με μικρότερο κόστος, αφού η ποσόστητα ανασχετικού που θα χρειαστεί συνολικά στην περίπτωση που επέμβουμε έγκαιρα, θα είναι πολύ μικρότερη από αυτή που θα χρειαστεί στην περίπτωση καθυστερημένων εφαρμογών – χώρια που είναι πολύ αμφίβολος και ο έλεγχος της υπερβολικής ανάπτυξης.
Αν καθυστερήσουμε, κακώς, στην πρώτη επέμβαση και το βαμβάκι έχει φτάσει σε ύψος 60-90 εκ., πρέπει να αυξήσουμε τη δόση του πρώτου ψεκασμού σε 70-120 κ. εκ./στρέμμα ανασχετικού (PIX και παρόμοια). Το ύψος της δόσης εξαρτάται από:
► τη γονιμότητα του χωραφιού,
► την στάθμη της υπόγειας υγρασίας,
► τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν και
► την εμφάνιση της φυτείας.
Μετά τις 10-14 ημέρες και αν το βαμβάκι δείχνει πάλι τάση για υπερβολική ανάπτυξη (παύει να έχει σκούρο χρώμα που προκαλεί η δράση του ανασχετικού και ξαναπαίρνει ανοιχτό πράσινο χρώμα, με τρυφερή κορυφή), γίνεται και δεύτερος ψεκασμός με 50-70 κ. εκ./ στρέμμα. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και τρίτος ψεκασμός, με την ίδια δόση.
Οι ψεκασμοί των ανασχετικών πρέπει να γίνονται, κατά προτίμηση, το πρωί (αφού σηκωθεί η δροσιά) ή αργά το απόγευμα, ώστε να απορροφώνται καλύτερα από το φύλλωμα των φυτών.
Ανασχετικό και αμέσως πότισμα;
Είναι ένα ερώτημα που προκαλείται από λαθεμένη πληροφόρηση των βαμβακοπαραγωγών. Ας ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα.
Η εφαρμογή των ανασχετικών προκαλεί συμπτώματα δίψας στα φυτά και θα χρειαστεί να ποτιστούν πιο νωρίς, από ότι θα χρειάζονταν χωρίς την εφαρμογή τους. Είναι όμως λαθεμένη η άποψη που υποστηρίζεται από κάποιους, για άμεσο πότισμα μετά την εφαρμογή του ανασχετικού.
Το βαμβάκι, όπως προαναφέρθηκε, θα διψάσει νωρίτερα.
Για παράδειγμα:
Ένα χωράφι π.χ. που θα ζητούσε πότισμα σε 15 ημέρες, θα χρειαστεί σε 8-10.
Ενώ ένα χωράφι που θα διψούσε σε 10, θα διψάσει σε 5-6 ημέρες.
Είναι πολύ πιθανό, να χρειαστεί και δεύτερη εφαρμογή ανασχετικού, χωρίς να χρειαστεί ενδιάμεσα να ποτίσουμε. Όλα εξαρτώνται από το χωράφι, τον καιρό και την εμφάνιση της φυτείας.
Συμπέρασμα
Αντί για το λαθεμένο – ανασχετικό και αμέσως νερό – το σωστό είναι: ανασχετικό, και νερό μόλις το χωράφι δείξει ότι θέλει πότισμα (σε 5 μέρες, σε 10 μέρες ή μπορεί και καθόλου