Την άνοιξη με βροχερό καιρό, στα πεσμένα φύλλα, σχηματίζονται περιθήκια με ασκοσπόρια τα οποία μεταφέρονται με τον αέρα στους φυτικούς ιστούς (κυρίως στα φύλλα) και πραγματοποιούν τις αρχικές μολύνσεις την περίοδο Απριλίου-Μαΐου. Στους προσβεβλημένους ιστούς σχηματίζονται ακέρβουλα με κονίδια που μεταφέρονται με τη βοήθεια του νερού και του αέρα σε γειτονικούς φυτικούς ιστούς προκαλώντας δευτερογενείς μολύνσεις. Οι μολύνσεις ευνοούνται από υγρασία και υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία.
Η ασθένεια προσβάλλει φύλλα, καρπούς και ετήσιους βλαστούς. Στους προσβεβλημένους ιστούς εμφανίζονται καστανομελανές, πολυγωνικές, νεκρωτικές κηλίδες με γκρι κέντρο διαστάσεων συνήθως 2-5mm που συνενώνονται σχηματίζοντας μεγάλες νεκρωτικές επιφάνειες. Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα τελικά κιτρινίζουν και πέφτουν. Πρόωρη φυλλόπτωση οδηγεί σε ελλιπή ξυλοποίηση του κελύφους του καρυδιού και στην ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση της παραγωγής. Οι καρποί έχουν μικρότερο βάρος, ενώ η ψίχα έχει σκούρο χρώμα και είναι συρρικνωμένη. Αν η προσβολή επαναλαμβάνεται επί σειρά ετών παρατηρείται καχεξία των δέντρων τα οποία παράγουν ασθενικούς και χλωρωτικούς βλαστούς.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνίσταται καταστροφή με φωτιά ή παράχωμα στο έδαφος των πεσμένων στο έδαφος φύλλων και απομάκρυνση και καταστροφή των προσβεβλημένων βλαστών, αποφυγή διαβροχής του φυλλώματος κατά την άρδευση, εφαρμογή κατάλληλου κλαδέματος για αερισμό της κόμης και κατάλληλη λίπανση, ενώ αν κρίνεται απαραίτητο εφαρμόζονται ψεκασμοί με χημικά σκευάσματα.