Έδαφος – υποκείμενα
Η βερικοκιά, εμβολιασμένη σε σπορόφυτο, δημιουργεί ένα πλούσιο και καλά ανεπτυγμένο σε βάθος ριζικό σύστημα, γι' αυτό και παρουσιάζει αντοχή στην ξηρασία. Αποδίδει καλά σε ελαφρά εδάφη, βαθειά, χωρίς αδιαπέραστο στρώμα, που στραγγίζουν καλά. Η μυροβάλανος C 29 εξαιτίας της αυξημένης πλαστικότητας του ριζικού της συστήματος, προσαρμόζεται καλά σε μεγαλύτερη γκάμα εδαφών από την άποψη της υγρασίας και του αερισμού. Το GF 305 αποδίδει καλύτερα σε εδάφη με καλό αερισμό. Το ευνοϊκό εύρος pH για τη βερικοκιά (σε σπορόφυτο) είναι μικρό, κυμαινόμενο μεταξύ 7-7.5. Είναι ευαίσθητη στα όξινα pH τα οποία μάλιστα, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες έρευνες, μοιράζονται μαζί με άλλους παράγοντες, την ευθύνη της πρόωρης απώλειας ή όπως συνήθως λέγεται, της αποπληξίας. Η βερικοκιά ως γνωστόν αγαπά την παρουσία του ασβεστίου στο έδαφος, προτιμά όμως ο ορίζοντας με τα ανθρακικά να είναι όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερο βάθος.
Έχει διαπιστωθεί ότι στις δενδρώδεις καλλιέργειες η διάμετρος του κορμού, το πάχος του, επηρεάζεται κυρίως από την ηλικία και το εδαφικό περιβάλλον, ενώ η επίδραση του κλίματος είναι αμελητέα. Ως εκ τούτου οι όποιοι περιοριστικοί ή ευεργετικοί για το δένδρο, εδαφικοί παράγοντες "απεικονίζονται" στο πάχος του κορμού. Σχετικές έρευνες (Voiculescu κ.ά., 1983, Teaci κ.ά., 1985, Vascenko, 1971), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περιοριστική επίδραση που ασκούν τα αυξημένα ποσοστά εδαφικού CaCO3 στη διάμετρο του κορμού είναι μεγαλύτερη σε μικρά ποσοστά αργίλου (<25%) και ελαττώνεται όσο αυξάνονται τα ποσοστά της αργίλου από το 25 στο 45%. Στα ελαφρότερα μάλιστα εδάφη, όσο ο ορίζοντας με τα υψηλά ανθρακικά βρίσκεται πλησιέστερα στην επιφάνεια του εδάφους, στα 60-70 εκ., τόσο περισσότερο επηρεάζεται η διάμετρος του κορμού. Φυσικά το πάχος του κορμού, ως δείκτης που απεικονίζει τη γενικότερη κατάσταση του φυτού δεν επηρεάζεται μόνο από το CaCO3 αλλά και από άλλους εδαφικούς παράγοντες. Επίσης η εικόνα του δέντρου μπορεί να διαταραχθεί από τις υψηλές εισροές λιπασμάτων. Ως προς το ενεργό ασβέστιο το 12% θεωρείται το ανώτατο όριο για τη βερικοκιά πάνω σε σπορόφυτο, ενώ σε δαμασκηνιά ή κορομηλιά (μυροβαλάνα) το όριο αυτό πέφτει στο 8%.
Φως, θερμοκρασία, νερό
Η βερικοκιά αγαπά το φως και γι' αυτό πρέπει να φυτεύεται σε χωράφια με καλή έκθεση στον ήλιο, ενώ οι αποστάσεις φύτευσης δεν πρέπει να προκαλούν αλληλοσκίαση. Για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών, οι απαιτήσεις της σε χαμηλές θερμοκρασίες – από 7οC και κάτω – είναι της τάξης των 700-1.000 ωρών. Χαμηλότερες απαιτήσεις έχουν οι ποικιλίες "Μπεμπέκου", "Τίρυνθος" και "Διαμαντοπούλου" κι άλλες, που καλλιεργούνται χωρίς προβλήματα στην Αργολίδα. Στην περίοδο του χειμερινού ληθάργου οι ανθοφόροι οφθαλμοί ζημιώνονται από τους -20 οC και κάτω (από τους -22 οC μέχρι τους -25 οC καταστρέφονται ολοκληρωτικά), ενώ το ξύλο από τους -28 οC και κάτω. Το ξύλο της βερικοκιάς είναι ανθεκτικότερο από της ροδακινιάς στις χαμηλές θερμοκρασίες κάτι που συμβαίνει και με τους ανθοφόρους οφθαλμούς σε χειμώνες χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Σε χειμώνες όμως που παρουσιάζουν θερμοκρασιακά "παράθυρα" στη διάρκειά τους, οι ανθοφόροι της αποδεικνύονται πιο ευαίσθητοι από της ροδακινιάς.
Ο Mihaescu (1986) αναφέρει ότι στην περιοχή Μπανεάσα του Βουκουρεστίου κατά τον πολύ ήπιο χειμώνα του 1982-1983, με απόλυτη ελάχιστη όμως τους -17 οC, οι απώλειες της βερικοκιάς σε ανθοφόρους ήταν υψηλές (35-71%), ενώ της ροδακινιάς, χαμηλές (7-29%). Αντίθετα ο χειμώνας του 1984-1985 με τους σταθερά (χωρίς "παράθυρα") κρύους μήνες του προκάλεσε λιγότερες απώλειες στην βερικοκιά (μέσες απώλειες ανθοφόρων 26%) από ότι στη ροδακινιά (37%). Στη χώρα μας από τους παγετούς του Δεκέμβρη 2001, στη Θεσσαλία, ζημιώθηκαν πολύ περισσότερο οι ροδακινιές από τις βερικοκιές (Γ.Δ. Νάνος κ.ά., 2004).
Η βερικοκιά, κατατάσσεται στα είδη που είναι ανθεκτικά στην ξηρασία, αμέσως μετά την αμυγδαλιά. Η διαπίστωση αυτή όμως είναι γενική. Ειδικότερα ισχύει ότι οι ποικιλίες που κατάγονται από την Κεντρική Ασία, όπου το κλίμα είναι ηπειρωτικό με ζεστό και ξηρό καλοκαίρι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην ξηρασία από τις ευρωπαϊκές ποικιλίες. Μετρήσεις της μέσης κατανάλωσης νερού σε 17 ποικιλίες έδωσαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Σε κάποιες ποικιλίες η απώλεια (μέσω της διαπνοής) μιας συγκεκριμένης ποσότητας νερού χρειάστηκε δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερη φυλλική επιφάνεια έναντι άλλων ποικιλιών (Mendy Gy., 1975). Τις μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό και θρεπτικά τις παρουσιάζει η βερικοκιά από τη φάση ανάπτυξης της βλάστησης και των καρπών μέχρι μετά τη σκλήρυνση του κουκουτσιού. Κρίσιμες αρδεύσεις για την παραγωγή της επόμενης χρονιάς είναι οι αρδεύσεις κατά την περίοδο της διαφοροποίησης των ανθοφόρων οφθαλμών.Η έντονη και παρατεταμένη ξηρασία στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου αλλά και η στάσιμη υγρασία, έστω και παροδική, είναι παράγοντες που ενοχοποιούνται, μεταξύ άλλων, για την αποπληξία της βερικοκιάς. Η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία ζημιώνει τη βερικοκιά ιδιαίτερα την άνοιξη – οι βροχοπτώσεις αυτής της περιόδου – γιατί ευνοεί τη μονίλια.
Σύμφωνα με τον Plock (1971), στη Γερμανία όπου η ατμοσφαιρική υγρασία το καλοκαίρι είναι υψηλή, η βερικοκιά βλάπτεται περισσότερο από τη ροδακινιά.
Λίπανση
Η απόφαση για τις ποσότητες των λιπασμάτων που χρειάζεται η καλλιέργεια της βερικοκιάς, για να είναι επιστημονικά θεμελιωμένη, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα της εδαφοανάλυσης σε συνδυασμό με εκείνα της φυλλοδιαγνωστικής. Ως προς το άζωτο η αναγκαία ποσότητα είναι εκείνη που υπηρετεί το παραγωγικό φορτίο, που δεν επηρεάζει αρνητικά την πρωιμότητα της παραγωγής, τη συντηρισιμότητα των καρπών, δεν ευαισθητοποιεί το δέντρο έναντι των ασθενειών (Sharka, μονίλια κλπ) και δεν δημιουργεί λαίμαργη βλάστηση.
Υπερβολικές δόσεις αζώτου στα πρώτα χρόνια της καλλιέργειας ναι μεν φτιάχνουν γρήγορα μεγάλα δέντρα, αλλά δημιουργούν έναν πολύ εύθραυστο σκελετό στους ανέμους.
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι επιθυμητές, κατά τον Levi J.F., τιμές των θρεπτικών στα φύλλα, διαφόρων ειδών, γεγονός που επιτρέπει μια συγκριτική προσέγγιση του ζητήματος.
Πίνακας 1
Οι επιθυμητές τιμές των φύλλων σε θρεπτικά στοιχεία, σε διάφορα είδη δέντρων (Levi J.F.)
Είδος | % ξηρής ουσίας | |||
Ν | Ρ | Κ | Mg | |
Μηλιά | 2.6 | 0.22 | 1.60 | 0.30 |
Αχλαδιά | 2.3 | 0.20 | 1.35 | 0.25 |
Ροδακινιά | 3.9 | 0.30 | 2.70 | 0.40 |
Βερικοκιά | 2.75 | 0.24 | 2.25 | 0.35 |
Δαμασκηνιά | 2.35 | 0.20 | 2.25 | 0.30 |
O Μarinov (1981) διαπιστώνει ότι η παραγωγή στην βερικοκιά αυξάνεται στο βαθμό που το Ν των φύλλων από το 2.4% τείνει προς το 2.8% και υπογραμμίζει τη θετική επίδραση των άριστων τιμών του αζώτου των φύλλων του τρέχοντος έτους στην παραγωγή του επόμενου έτους. Αυτό το εύρος τιμών δίνει καλά αποτελέσματα και στη χώρα μας.
O Huguet (1980) ανεβάζει τις τιμές του Ν στα φύλλα της βερικοκιάς στο 3.28% που είναι μάλλον υψηλές για τη χώρα μας, όμως δίνει και υψηλότερες τιμές καλίου (4,17%).
Η τιμή της σχέσης Ν/Κ είναι σημαντική για την καρποφορία της βερικοκιάς και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί παραπλήσια με αυτή της ροδακινιάς στην οποία μπορεί να φτάνει αρκετά υψηλά (1.45 κατά Levi J.F.).
Σύμφωνα με τον Marinov (1981) η τιμή της σχέσης Ν/Κ στη βερικοκιά πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 0.86 και 0.92. Ενώ μια σύνθεση δεδομένων δίνει τιμές μεταξύ 0.70 και 1.15.
Το κάλιο στα πυρηνόκαρπα ακόμη και σε σχετικά υψηλές τιμές, δεν επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των καρπών, όπως εύκολα συμβαίνει στα γιγαρτόκαρπα, τα οποία έχουν και μικρότερες απαιτήσεις σε κάλιο. Το κάλιο επηρεάζει δραστικά το μέγεθος του καρπού. Η επάρκεια του καθώς και η σωστή τιμή της σχέσης Ν/Κ θα δώσουν καρπούς επιθυμητού μεγέθους.
Οι τιμές καλίου στα φύλλα που από κάποιους ερευνητές δίνονται ως επιθυμητές, όπως η τιμή 3.9% από τον Marinov (1981) ή 4.17% από τον Huguet (1980) θεωρούνται πολύ υψηλές για τη χώρα μας και ενοχοποιούνται για το σχίσιμο των καρπών (τιμές μεγαλύτερες από 3%). Πιστεύουμε ότι το ζήτημα είναι μάλλον θεωρητικό - μιας και κατά κανόνα οι δόσεις του καλίου στη λίπανση της βερικοκιάς είναι φειδωλές στη χώρα μας – κι ότι το σχίσιμο των καρπών όπου απαντάται οφείλεται κυρίως στην περίσσεια αζώτου ή/και στην έλλειψη ασβεστίου.
Στο Μάνδαλο της Πέλλας τα μονήρη σχισίματα στην κορυφή του καρπού αλλά και τα πολλαπλά γύρω από το μίσχο, έχουν αντιμετωπισθεί επιτυχώς με τη χρήση νιτρικής ασβέστου και βορίου (Κιστόγλου Χ. – προσωπική επικοινωνία). Τα εδάφη της περιοχής παρουσιάζουν συχνά ελλείψεις βορίου (όχι στο βαθμό που παρουσιάζουν ελλείψεις ψευδαργύρου), έχουν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% ικανοποιητική περιεκτικότητα σε κάλιο και συνήθως χαμηλά επίπεδα . Tιμές καλίου στα φύλλα μεταξύ 2.6 και 3.1 που εναρμονίζονται με το επιθυμητό άζωτο και την τιμή της σχέσης Ν/Κ κοντά στο 0.9, πιστεύουμε ότι δεν απέχουν από το θεμιτό για τις επιτραπέζιες ποικιλίες.
Για το ασβέστιο, εκτός από όσα αναφέραμε, να πούμε πως είναι πολύ απαραίτητο στη βερικοκιά ως δέντρο και στους καρπούς της γιατί αυξάνει τη συντηρισιμότητά τους.
Η φελλώδης επιφανειακή κηλίδα στους καρπούς της ποικιλίας Μπεμπέκου και Πέλλα συνδέεται με την ελλειμματική παρουσία του ασβεστίου σ' αυτούς (Στυλιανίδης κ.ά., 2000).
Ο φώσφορος πέραν του γνωστού του ρόλου θεωρείται αναγκαίος στη σύνθετη διαδικασία της διαφοροποίησης των οφθαλμών, γεγονός που τονίζεται από την μεγάλη περιεκτικότητα που παρουσιάζουν οι καρποφόροι οφθαλμοί σ' αυτόν (Huguet, 1980) (Πίνακας 2).
Πίνακας 2
Μέση περιεκτικότητα των φύλλων και των καρποφόρων οφθαλμών σε θρεπτικά στοιχεία βερυκοκκιάς ηλικίας 5 ετών (Huguet C., 1980)
Θρεπτικά στοιχεία | Φύλλα | Καρποφόρα όργανα |
Ν | 3.28% | 3.86% |
P | 0.20 | 0.53 |
K | 4.17 | 2.37 |
Ca | 2.32 | 1.05 |
Mg | 0.4 | 0.22 |
Fe | 63 ppm | 152 ppm |
Mn | 38 | 55 |
Zn | 39 | 63 |
Cu | 13 | - |
B | 35 | 39 |
Παρατηρούμε ότι η περιεκτικότητα σε φωσφόρο των καρποφόρων είναι πάνω από 2.5 φορές μεγαλύτερη των φύλλων, γεγονός που υπογραμμίζει το ρόλο του φωσφόρου στη διαφοροποίηση και διαμόρφωση της παραγωγής του επόμενου έτους.
Με την έλλειψη φωσφόρου στα φύλλα και στους καρπούς (διαταραγμένη σχέση Ν/Ρ στους καρπούς, με τιμές πολύ πάνω από 7 και γύρω στο 9), συνδέεται το εσωτερικό καφέτιασμα κυρίως στις ποικιλίες Bergerοn και Comedie (Στυλιανίδης κ.ά. 2000).
Τα συμπτώματα είναι μαλάκωμα και καστανός μεταχρωματισμός της σάρκας γύρω από τον πυρήνα ο οποίος επεκτείνεται προς την επιφάνεια του καρπού. Παραπλήσια (όχι ίδια), συμπτώματα με έντονη τη γλοιώδη υφή της σάρκας, βρήκαμε στην όψιμη Farbaly (Προφήτης Ηλίας Πέλλας κ.ά) που οι καρποί της υφίστανται την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών του Ιουλίου. Στην έλλειψη φωσφόρου αποδίδεται και το σχίσιμο της κορυφής των καρπών που ξεκινά από τη μικρή ουλή που δημιουργείται λόγω της επιβραδυμένης αποβολής του στύλου του υπέρου και μεγαλώνει μαζί με τον καρπό (Στυλιανίδης κ.ά., 2000).
Ελλείψεις μαγνησίου στην βερικοκιά δεν έχουμε συναντήσει.
Από τις ελλείψεις ιχνοστοιχείων που συναντάμε συχνότερα είναι του ψευδαργύρου, του βορίου και του σιδήρου (Εικόνα 1 και 2). Αντιμετωπίζονται συνήθως με υδρολιπάνσεις (Fe), με διαφυλλικές εφαρμογές (B, Zn και Fe), με ψεκασμούς στο ξύλο το χειμώνα (Zn με διάλυμα ZnSO4 2.5-3%) και με τη χορήγηση στο έδαφος το χειμώνα, σε στερεά μορφή (B, Zn, Fe). Οι ποσότητες των θρεπτικών στοιχείων στη χώρα μας (Αργολίδα, Πέλλα, Χαλκιδική) είναι συνήθως φειδωλές λόγω του φόβου του σχισίματος και του μαλακώματος των καρπών. Συνδέονται φυσικά με το αναμενόμενο παραγωγικό φορτίο. Το χορηγούμενο άζωτο κυμαίνεται μεταξύ 14-16 και 18-22 kg/στρ., το κάλιο μεταξύ 12 και 18 kg/στρ. και ο φωσφόρος μεταξύ 8 και 12 kg/στ.
Στο Μάνδαλο Πέλλας λ.χ. για αποδόσεις όπως, 3-4 tn/στρ. στη Farbaly, 3-5 tn/στρ. στη Bebeko, 0.5-2 tn/στρ. στην Orange Red και 1.5-2.5 tn/στρ. στην Αurora το χορηγούμενο Ν είναι συνήθως μεταξύ 16-18 και 20-22 kg/στρ. H μικρή διαφοροποίηση των εισροών στις πρωιμότερες ποικιλίες από τις οψιμότερες δικαιολογείται γιατί οι πρώιμες ποικιλίες για να προσλάβουν, στο μικρό χρόνο που διαθέτουν, τα αναγκαία θρεπτικά στοιχεία, πρέπει η διαθεσιμότητά τους να είναι υψηλή.
Στην Αργολίδα (Δήμαινα κ.ά.), δηλαδή σε πολύ διαφορετικές κλιματικές συνθήκες, για αποδόσεις από 30-50 kg/δέντρο (Aurora), μέχρι 50-70 (80) kg/δέντρο (Bebeko) το χορηγούμενο άζωτο κυμαίνεται μεταξύ 14 και 16 kg/στρ. (το 70-75%, στη βασική λίπανση). Το κάλιο μεταξύ 10 και 15 kg/στρ. στη βασική λίπανση και ο φωσφόρος μεταξύ 8 και 10 kg/στρ., επίσης στη βασική λίπανση. Η τελευταία υδρολίπανση (Εικόνα 3) με άζωτο γίνεται με τη μορφή της νιτρικής ασβέστου, στο γυάλισμα. Είναι ενδιαφέρουσα η επέμβαση που γίνεται (υδρολίπανση), όπου χρειάζεται, για την ενίσχυση της διαφοροποίησης των ανθοφόρων οφθαλμών, στη διάρκεια του καλοκαιριού, με φωσφορούχα λιπάσματα (συχνά Ν/Ρ = 1/1,5-2) με πολύ καλά αποτελέσματα (Ζερβός Στ. – προσωπική επικοινωνία).
Στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, η ετοιμότητα στη διαχείριση των ιχνοστοιχείων ιδιαίτερα βορίου, ψευδαργύρου και σιδήρου, έχει λύσει προβλήματα. Ένας λόγος παραπάνω που τα δύο πρώτα σχετίζονται θετικά με το ασβέστιο, ευνοώντας την πρόσληψή του (βόριο) και την κινητικότητά του (βόριο, ψευδάργυρος) εντός φυτού.
Τελειώνοντας θέλουμε – από την εμπειρία μας – να επισημάνουμε τα εξής: Πιστεύουμε ότι, χρειάζεται όπου δεν έχει γίνει, να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στο ρόλο του ασβεστίου και οι υψηλότερες αποδόσεις να επιδιωχθούν και μέσω αυτού. Αρνητική επίδρασή του στο μέγεθος του καρπού δεν έχει παρατηρηθεί, ακόμη και σε πολύ υψηλές δόσεις, λ.χ. 2 kg/δέντρο νιτρικής ασβέστου σε Farbaly και Bebeko, στην πτώση των πετάλων. (Προσωπική επικοινωνία με Κιστόγλου Χ.)
Έτσι, χάριν της παραγωγής στις όψιμες ποικιλίες, πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να αυξηθούν λίγο οι ποσότητες (στις υδρολιπάνσεις) του Ν, όπου είναι σχετικά μικρές, υπό τον όρο αυτό να δίνεται ως Ν+Cα και Ν+Κ (λ.χ. νιτρικού ασβεστίου και νιτρικού καλίου) και ιδιαίτερα Ν+Cα, με την εφαρμογή του Ν+Κ να τελειώνει νωρίτερα και του Ν+Cα αργότερα. Ο ρόλος του ασβεστίου είναι πιο σημαντικός στις θερμότερες περιοχές.
Επισημαίνουμε ότι το γεωγραφικό πλάτος δεν έχει διαχωρίσει τις ποικιλίες της βερικοκιάς όσο λ.χ. έχει κάνει το υψόμετρο στην κερασιά. Συνεπώς οι ποικιλίες τουλάχιστον μέχρι την Bebeko (τελευταία επιχειρείται η καλλιέργεια περισσότερο όψιμων ποικιλιών στην Αργολίδα), είναι ίδιες και στα βορειότερα και στα νοτιότερα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, γεγονός που διαφοροποιεί σημαντικά τη διαχείριση, κατά περιοχή, της ίδιας ποικιλίας.
Στις πρώιμες ποικιλίες μέρος του αζώτου (Ν+Ρ, Ν+Κ, Ν+Cα) πρέπει να χορηγείται – και συχνά συμβαίνει αυτό – μετασυλλεκτικά.