Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2020

Δενδρώδη / θαμνώδη μικρότερης οικονομικής σημασίας: Η Κουμαριά ή Άρβουτος (Arbutus unedo L.)

Κωνσταντίνος Καζαντζής | ΕΛ.Γ.Ο. “ΔΗΜΗΤΡΑ” | Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων, Τμήμα Φυλλοβόλων Οπωροφόρων Δένδρων Νάουσας
Δενδρώδη / θαμνώδη μικρότερης οικονομικής σημασίας: Η Κουμαριά ή Άρβουτος (Arbutus unedo L.)
Η Κουμαριά ή Άρβουτος η κοινή ή Λαγομηλιά ή Κουραμιά ή Καρομηλία ή Μαυροκουμαριά κ.ά. (Arbutus unedo L., Οικογένεια: Ericaceae) είναι ένα αειθαλές δενδρύλλιο, αρκετά εξαπλωμένο ως αυτοφυές στην Ευρώπη, δυτική Ασία και βόρειο Αφρική.

Στην Ελλάδα απαντάται ως αυτοφυές δασικό είδος της ζώνης των αειθαλών πλατύφυλλων, σε καλά στραγγιζόμενα εδάφη και υπήνεμες θέσεις. Είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια στον ελλαδικό χώρο, αναφερόμενη ως “Κόμαρος” από τον Θεόφραστο (Περί Φυτών Ιστορίαι 3,16,4) και τον Διοσκουρίδη (Ι, 124).

Στη χώρα μας μπορεί επίσης να βρεθεί αυτοφυώς και η ποικιλία Arbutus unedo var. rubra (Ρόδινη Κουμαριά με ρόδινου χρώματος άνθη), καθώς και το είδος Arbutus andrachne (Αγριοκουμαριά ή Ανδρουκλιά ή Γλιστροκουμαριά ή Ελαφοκουμαριά).

Πρόκειται για αειθαλή θάμνο ή μικρού μεγέθους δένδρο, ύψους συνήθως έως 3 μέτρων (που μπορεί όμως σε κάποιες περιπτώσεις να το ξεπεράσει κατά πολύ), με ρυτιδωμένους ενήλικους κλάδους και τραχείς και τριχωτούς νεαρούς κλαδίσκους. Το πλούσιο και βαθύ έρπων ριζικό της σύστημα μπορεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την υγρασία ξηρών και πετρωδών εδαφών και να τα προστατέψει επαρκώς από διαβρώσεις.

Τα φύλλα της είναι στιλπνά, σκούρου πράσινου χρώματος, δερματώδη, ωοειδή έως λογχοειδή, οδοντωτά, βραχύμισχα, μήκους 5-8 εκατοστών.

Τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα, λευκά ή ωχρόλευκα με πράσινη απόχρωση τα πιο κλειστά, κωδωνόσχημα, με σταμνοειδή στεφάνη που φέρει βραχείς όδοντες απλωτούς προς τα έξω. Εκπτύσσονται σε βραχείς, διακλαδισμένους βότρεις, σχηματίζοντας μικρές ταξιανθίες (τσαμπιά) που γέρνουν προς τα κάτω (Φωτογραφία 1). Η ανθοφορία είναι παρατεταμένης διάρκειας, επέρχεται σταδιακά, μπορεί να διαρκέσει έως και τρεις μήνες και ξεκινά από τις αρχές Νοεμβρίου, αναλόγως και της τοποθεσίας. Στην Κουμαριά παρατηρείται η ιδιαιτερότητα να συνυπάρχουν στο φυτό άνθη του τρέχοντος έτους, με ώριμους καρπούς προερχόμενους από την προηγούμενη βλαστική περίοδο.

Φωτογραφία 1

Φωτογραφία 1. Άνθη Κουμαριάς.

Ο καρπός της είναι ράγα, εξολοκλήρου βρώσιμος, σφαιρικός, μικρού μεγέθους (διαμέτρου 1,5-2 εκατοστών), σαρκώδης, εύχυμος, γλυκός, κοκκιώδης στην επιφάνεια, κίτρινος έως κιτρινοπράσινος άγουρος και έντονα κόκκινος κατά την ωρίμανση (Φωτογραφία 2).

Η ωρίμανση επέρχεται στα τέλη του Φθινοπώρου. Η διαδικασία της ωρίμανσης των καρπών είναι παρατεταμένης διάρκειας, μπορεί να βρεθούν στο ίδιο δένδρο άγουροι, ώριμοι και υπερώριμοι καρποί και δυστυχώς η μετασυλλεκτική διάρκεια αυτών σε καλή κατάσταση είναι πολύ μικρή. Γι’ αυτό λέγεται ότι ο καλύτερος τρόπος κατανάλωσης καρπών γίνεται επιλεκτικά, απ’ ευθείας από το δένδρο.

Φωτογραφία 2

Φωτογραφία 2. Καρποί Κουμαριάς

Η Κουμαριά έχει διακοσμητική αξία ως φυτό, ιδιαίτερα κατά την περίοδο άνθισης και ωρίμανσης των καρπών, με προτεινόμενη χρήση (για κηπουρική ή αρχιτεκτονική τοπίου) σε πάρκα, άλση, μεγάλους κήπους και οικολογικές ζώνες. Ως φυτό επιδεικνύει πολύ καλή αντοχή σε πυρκαγιές, αναβλαστάνει αμέσως μετά το πέρασμα της φωτιάς, που είναι ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας της συμβολής του στην προστασία του εδάφους από διαβρώσεις. Επίσης έχει μεγάλη οικολογική αξία ως αυτοφυής, γιατί ο καρπός της αποτελεί τροφή για πολλά άγρια πτηνά, τα άνθη της είναι σημαντικά για πολλά έντομα που τρέφονται με νέκταρ και γύρη, καθώς και ότι το πυκνό της φύλλωμα αποτελεί καταφύγιο για έντομα και μικρά ζώα κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Από τα άνθη Κουμαριάς οι μέλισσες παράγουν ένα πολύ ιδιαίτερο μέλι, σκούρου κίτρινου έως καφέ χρώματος, έχει την τάση να κρυσταλλώνει εύκολα και να αποκτά βουτυρώδη υφή, η γεύση του είναι υπόπικρη γιατί δεν περιέχει υψηλά ποσοστά σακχάρων, έχει λιγότερες θερμίδες από τα άλλα μέλια αλλά εμπεριέχει υψηλές ποσότητες ιχνοστοιχείων, μετάλλων και βιταμινών, είναι τονωτικό και θεωρείται “γκουρμέ” τροφή. Η χώρα μας έχει τις δυνατότητες και παράγει, σε περιορισμένες ποσότητες, αμιγές κουμαρόμελο. Στη Σαρδηνία της Ιταλίας όμως γίνεται πιο συγκροτημένη δουλειά πάνω στο θέμα κουμαρόμελο και οι παραγόμενες ποσότητες διατίθενται σε ικανοποιητικές τιμές, ως ιδιαίτερα χαρακτηρισμένο τοπικό προϊόν (“miele amaro – πικρό μέλι” ή “miele di corbezzolo – μέλι κουμαριάς”).

Οι καρποί της Κουμαριάς όπως προαναφέρθηκε είναι βρώσιμοι, αν και πολλοί νομίζουν το αντίθετο λόγω της κοκκιώδους επιφάνειάς τους. Η γεύση τους για άλλους είναι γλυκιά και για άλλους ουδέτερη. Τρώγονται κατά την πλήρη ωρίμανση (κόκκινοι και σχετικά μαλακοί) και όχι άγουροι (επιφέρουν τάση για εμετό) ή υπερώριμοι (μπορεί να προκληθεί δηλητηρίαση). Επίσης πρέπει να αποφεύγεται και η υπερκατανάλωσή τους λόγω του ότι μπορεί να προκαλέσουν μέθη, καθώς διενεργούν εύκολα και γρήγορα αλκοολική ζύμωση εντός του στομάχου.

Η διατροφική αξία των καρπών είναι υψηλή, οι ώριμοι διαθέτουν υψηλές συγκεντρώσεις σακχάρων (φρουκτόζη, γλυκόζη και σουκρόζη), υδατάνθρακες, αντιοξειδωτικά, βιταμίνες όπως η C, Β3 (νιασίνη), βήτα-καροτένιο, τοκοφερόλες, γαλλικό φαινολικό οξύ και οργανικά οξέα που αποτελούν πρόδρομες ουσίες των ω3 και ω6 λιπαρών οξέων.

Οι καρποί εκτός από τη νωπή κατανάλωση μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών (τσίπουρο, λικέρ, κρασί, μπράντι), στη μαγειρική (πρόσθετα σε κέικ, γιαούρτια, κομπόστες κ.λπ.) και στη ζαχαροπλαστική (γλυκό κουταλιού, μαρμελάδες, γρανίτες).

Επίσης πολλά μέρη του φυτού (καρποί, φύλλα, φλοιός) χρησιμοποιούνται στη βοτανοθεραπευτική, καθότι περιέχουν πλήθος δραστικών/θεραπευτικών ουσιών όπως κουμαρίνες, πηκτίνες (φύλλα), αρβουτίνη (φλοιός), άλατα καλίου και νατρίου, γαλλικό και ταννικό οξύ, ρητίνη, κ.ά., υπό μορφή αφεψημάτων ή αλοιφών ή καταπλασμάτων, με διουρητική και στυπτική δράση (φύλλα), αντισηπτική δράση (φλοιός), δράση κατά της δυσκοιλιότητας και παθήσεων της κύστης και των νεφρών (καρποί) και γενικώς τονωτική και αντιφλεγμονώδη δράση. Από πλευράς σύγχρονης ιατρικής, είναι το πρώτο φυτό από όπου απομονώθηκαν οι κουμαρίνες, εκ των οποίων αναπτύχθηκαν τα κουμαρινικά αντιπηκτικά φάρμακα.

Η Κουμαριά μπορεί να εκμεταλλευτεί ως αυτοφυής για την απόδοση εισοδήματος (στα πλαίσια της αναβίωσης παραδοσιακών προϊόντων, από μικρές βιοτεχνίες ή οικιακές επιχειρήσεις του διατροφικού τομέα κ.λπ.), μέσω της παραγωγής των προαναφερθέντων προϊόντων ποτοποιίας, ζαχαροπλαστικής, μαγειρικής, μελισσοκομίας και φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις αγορές βοτάνων και εναλλακτικής ιατρικής, πάντα προσεκτικά και κατόπιν έρευνας αγοράς. Η καλλιέργεια του φυτού (σε περίπτωση που χρειαστεί) είναι πολύ εύκολη, δεν έχει ιδιαίτερες ανάγκες για καλλιεργητικές φροντίδες και πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπόρους, μοσχεύματα ημίσκληρου ξύλου και ενοφθαλμισμούς, στην περίπτωση γενοτύπων με εξαιρετικά χαρακτηριστικά.

Σχετικά Άρθρα

  • Γιάννουλη Λάρισας
  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
  • 2410-669107 & 2410-669108
  • 2410-669109

Όλα τα αγροτικά εφόδια καθηµερινά ενηµερωµένα µ’ ένα κλικ.

Αξιόπιστα κείµενα. Υψηλής ποιότητας φωτογραφίες.

Ψηφιακά εργαλεία αναγνώρισης και διαχείρισης προβληµάτων.

To blog διαχειρίζεται και ενημερώνει η Farmacon

Μια πρωτοπόρος εταιρία στο χώρο που παρέχει άμεση και έγκυρη ενημέρωση για όλα τα θέματα που αφορούν τον αγροτικό τομέα.

Δείτε πως μπορούν να σας βοηθήσουν οι καινοτόμες υπηρεσίες μας μέσα από την ιστοσελίδα της Farmacon.

Γνωρίστε τις υπηρεσίες μας