Είναι ένας απλός υδρογονάνθρακας, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός από τις αρχές του 20ου αιώνα για τις πολυάριθμες επιδράσεις του πάνω στην αύξηση και ανάπτυξη των φυτών, οι φυτορυθμιστικές του ιδιότητες προσδιορίσθηκαν σχετικά πρόσφατα. Η ιστορία του αιθυλενίου ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο νεαρός φοιτητής Nicolayevitch Neiljubov (1886), στην Αγία Πετρούπολη, παρατήρησε ότι τα φυτά μπιζελιού είχαν οριζόντια ανάπτυξη σε συνθήκες θερμοκηπίου που φωτιζόταν με αέριο, ενώ σε κανονικές συνθήκες είχαν κανονική κατακόρυφη ανάπτυξη. Από το 1917 και μετά πολλοί ερευνητές διαπίστωσαν τη δράση του αιθυλενίου στην ωρίμανση των φρούτων και αργότερα βρέθηκε ότι το αέριο αυτό παράγεται από πολλά σαρκώδη φρούτα. Το 1934, ο Gane επέτυχε την πρώτη πειραματική απόδειξη ότι το αιθυλένιο είναι φυσικό φυτικό προϊόν, που προκαλεί μείωση του ύψους, πάχυνση και συστροφή του στελέχους των φυτών, αλλά και ωρίμανση των καρπών.
Συντίθεται σε όλα τα φυτικά όργανα. Η βιοσύνθεση του επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως το στάδιο ανάπτυξης καρπού, η παρουσία άλλων φυτοορμόνων, η πρόκληση πληγών από αβιοτικά ή βιοτικά αίτια (μύκητες, έντομα), καθώς και από τις διάφορες τροφικές ή περιβαλλοντικές καταπονήσεις.
Οι κυριότερες φυσιολογικές επιδράσεις του αιθυλενίου σχετίζονται με:
1. την υποκίνηση της ωρίμανσης των καρπών,
2. την αύξηση αναπνευστικής δραστηριότητας των ωριμαζόντων καρπών,
3. την αποκόλληση φυτικών οργάνων (ανθέων, φύλλων και καρπών),
4. τη παρεμπόδιση έκπτυξης φύλλων ,
5. τη μείωση επιμήκυνσης βλαστών,
6. την αναστολή του λήθαργου των σπερμάτων και των οφθαλμών,
7. την έναρξη άνθισης κ.α.
Ενδιαφέρουσα είναι και η συμβολή του αιθυλενίου στην άμυνα των φυτών ενάντια σε πολλά παθογόνα. Ο μηχανισμός δράσης του αιθυλενίου δεν είναι πλήρως γνωστός. Η αύξηση της παραγωγής του παρατηρείται στους κλιμακτηριακούς καρπούς (μήλα, τομάτες, μπανάνες κ.α.).
Η δράση του εξαρτάται από ένα αριθμό παραγόντων όπως το είδος του φυτού, η ποικιλία, οι συνθήκες του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα η θερμοκρασία, η προσυλλεκτική μεταχείριση του καρπού, η σύσταση του αέρα κατά την αποθήκευση (περιεκτικότητα σε O2 και CO2), και η παρουσία προσβολών από παθογόνα. Γενικά οι υψηλές θερμοκρασίες αυξάνουν δράση του ενώ οι χαμηλές θερμοκρασίες τη μειώνουν. Ιδιαίτερη παραγωγή παρατηρείται σε φυτά προσβεβλημένα από παθογόνα. Επίσης, μειωμένες συγκεντρώσεις οξυγόνου μειώνουν τη δράση του αιθυλενίου στην ωρίμανση των καρπών, ακόμη και σε περιπτώσεις που υπάρχουν μεγάλες συγκεντρώσεις αιθυλενίου. Η τελευταία περίπτωση αξιοποιείται στη πράξη με τον έλεγχο της συγκέντρωσης οξυγόνου στα ψυγεία αποθήκευσης και μεταφοράς των γεωργικών προϊόντων.
Η χρήση του αιθυλενίου στη γεωργική πράξη περιορίζεται σήμερα στην ωρίμανση και στον αποπρασινισμό καρπών όπως η μπανάνα, το αβοκάντο, το ακτινίδιο, τα εσπεριδοειδή κ.α. που συνήθως γίνεται στα μέσα μεταφοράς ή στις αποθήκες-ψυγεία.
Πηγή: Γεωργική Φαρμακολογία, Βασίλειος Ν. Ζιώγας & Αναστάσιος Ν. Μάρκογλου Δεύτερη Έκδοση Αθήνα 2017, Κεφ.10/Σελ:740-742